παραπληροφορώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραπληροφορώ < παρα- + πληροφορώ, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misinform
Ρήμα
[επεξεργασία]παραπληροφορώ , πρτ.: παραπληροφορούσα, στ.μέλλ.: θα παραπληροφορήσω, αόρ.: παραπληροφόρησα, παθ.φωνή: παραπληροφορούμαι, π.αόρ.: παραπληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: παραπληροφορημένος
- παρέχω εσκεμμένα ψευδή πληροφόρηση για κάποιο ζήτημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραπληροφορώ | παραπληροφορούσα | θα παραπληροφορώ | να παραπληροφορώ | παραπληροφορώντας | |
β' ενικ. | παραπληροφορείς | παραπληροφορούσες | θα παραπληροφορείς | να παραπληροφορείς | (παραπληροφόρει) | |
γ' ενικ. | παραπληροφορεί | παραπληροφορούσε | θα παραπληροφορεί | να παραπληροφορεί | ||
α' πληθ. | παραπληροφορούμε | παραπληροφορούσαμε | θα παραπληροφορούμε | να παραπληροφορούμε | ||
β' πληθ. | παραπληροφορείτε | παραπληροφορούσατε | θα παραπληροφορείτε | να παραπληροφορείτε | παραπληροφορείτε | |
γ' πληθ. | παραπληροφορούν(ε) | παραπληροφορούσαν(ε) | θα παραπληροφορούν(ε) | να παραπληροφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραπληροφόρησα | θα παραπληροφορήσω | να παραπληροφορήσω | παραπληροφορήσει | ||
β' ενικ. | παραπληροφόρησες | θα παραπληροφορήσεις | να παραπληροφορήσεις | παραπληροφόρησε | ||
γ' ενικ. | παραπληροφόρησε | θα παραπληροφορήσει | να παραπληροφορήσει | |||
α' πληθ. | παραπληροφορήσαμε | θα παραπληροφορήσουμε | να παραπληροφορήσουμε | |||
β' πληθ. | παραπληροφορήσατε | θα παραπληροφορήσετε | να παραπληροφορήσετε | παραπληροφορήστε | ||
γ' πληθ. | παραπληροφόρησαν παραπληροφορήσαν(ε) |
θα παραπληροφορήσουν(ε) | να παραπληροφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραπληροφορήσει | είχα παραπληροφορήσει | θα έχω παραπληροφορήσει | να έχω παραπληροφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραπληροφορήσει | είχες παραπληροφορήσει | θα έχεις παραπληροφορήσει | να έχεις παραπληροφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραπληροφορήσει | είχε παραπληροφορήσει | θα έχει παραπληροφορήσει | να έχει παραπληροφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραπληροφορήσει | είχαμε παραπληροφορήσει | θα έχουμε παραπληροφορήσει | να έχουμε παραπληροφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραπληροφορήσει | είχατε παραπληροφορήσει | θα έχετε παραπληροφορήσει | να έχετε παραπληροφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραπληροφορήσει | είχαν παραπληροφορήσει | θα έχουν παραπληροφορήσει | να έχουν παραπληροφορήσει |
|