μποξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μποξ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μποξ
→ δείτε τη λέξη πυγμαχία |
μποξ ουδέτερο άκλιτο
→ δείτε τη λέξη πυγμαχία |