μοτίβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοτίβο τα μοτίβα
      γενική του μοτίβου των μοτίβων
    αιτιατική το μοτίβο τα μοτίβα
     κλητική μοτίβο μοτίβα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοτίβο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοτίβο ουδέτερο

  1. επαναλαμβανόμενο δομοστοιχείο
  2. γενικό πλάνο που συνήθως αποτελείται από γεωμετρικά συναφή μέρη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]