μορφολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορφολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Morphologie ή αγγλική morphology < αρχαία ελληνική μορφ(ή) +-ο- + -λογία
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1858
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /moɾ.fo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μορφολογία θηλυκό
- (βιολογία) η εξωτερική μορφή και δομή των φυσικών όντων
- η αντίστοιχη επιστήμη που μελετά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των όντων
- (γεωγραφία) η διαμόρφωση και οι σχηματισμοί της επιφάνειας της Γης
- η επιστημονική μελέτη της διαμόρφωσης της γήινης επιφάνειας και των μεταβολών που παρουσιάζονται σε αυτήν
- (γλωσσολογία) η επιστημονική εξέταση του σχηματισμού των λέξεων, της κλίσης και των μεταβολών τους σε διάφορες φράσεις
- (μουσική) κλάδος που μελετά και αναλύει τις μουσικές μορφές και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μορφολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)