μακιγιάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/36/Women_in_doing_Makeups.jpg/220px-Women_in_doing_Makeups.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακιγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική maquillage < maquiller + -age < φραγκική *makjan / *makōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mag- (μαλάσσω, ανακατεύω κάνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακιγιάζ ουδέτερο άκλιτο
- (κοσμετολογία) η εφαρμογή διαφόρων υλικών καλλωπισμού στο πρόσωπο
- (ειδικότερα, για ηθοποιούς, κλόουν) η παραπάνω διαδικασία για απόδοση των χαρακτηριστικών τού ρόλου που υποδύονται
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακιγιάζ
Πηγές
[επεξεργασία]- μακιγιάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)