μαβής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαβής η μαβιά το μαβί
      γενική του μαβή
μαβιού
της μαβιάς του μαβιού
(μαβί)
    αιτιατική τον μαβή τη μαβιά το μαβί
     κλητική μαβή μαβιά μαβί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαβιοί οι μαβιές τα μαβιά
      γενική των μαβιών των μαβιών των μαβιών
    αιτιατική τους μαβιούς τις μαβιές τα μαβιά
     κλητική μαβιοί μαβιές μαβιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, μαβί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαβής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ماوی (mavi) (τουρκική mavi) + < αραβική مَاوِيّ (māwiyy, υδάτινος)[1] < αραβική مائي (māwī, ύδωρ, υδατικό)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /maˈvis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐βής

Επίθετο

[επεξεργασία]

μαβής, -ιά, -ί και άκλιτο μαβί

  1. (λογοτεχνικό) που έχει μαβί, μοβ χρώμα, μενεξεδής
    ※  λαμπρά, μαβιά και κίτρινη όχθη πέρα (Κωνσταντίνος Καβάφης)
    ※  Κωνσταντίνος Καβάφης, Μακριά (1914)
    Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά
    Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
    ※  άθιχτο μαβί της πέπλο (Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης)
  2. γαλάζιο [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μαβής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)