μέλλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μέλλων, μελών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέλλον τα μέλλοντα
      γενική του μέλλοντος των μελλόντων
    αιτιατική το μέλλον τα μέλλοντα
     κλητική μέλλον μέλλοντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων, μέλλουσα, μέλλον του ρήματος μέλλω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈme.lon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέλ‐λον
ομόηχο: μέλλων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μέλλον ουδέτερο

  1. το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή
    Στο μέλλον προσπάθησε να είσαι πιο συνεπής!
  2. η εξέλιξη κάποιου, μετά το χρονικό σημείο αναφοράς
    Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μέλλον