μέθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μέθυ, Μέθη, Μεθή
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μέθη
      γενική της μέθης
    αιτιατική τη μέθη
     κλητική μέθη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέθη[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈme.θi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐θη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μέθη θηλυκό

  1. έντονη ψυχική διέγερση, ευφορία, η οποία προκαλείται από την λήψη οινοπνεύματος ή άλλων ψυχοτρόπων
     συνώνυμα: μεθύσι
  2. (μεταφορικά) ψυχική διέγερση, ευφορία, που οφείλεται σε έντονα συναισθήματα
    η μέθη της νίκης, η ερωτική μέθη
  3. (ιατρική) μορφή ελαφράς νάρκωσης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέθη αἱ μέθαι
      γενική τῆς μέθης τῶν μεθῶν
      δοτική τῇ μέθ ταῖς μέθαις
    αιτιατική τὴν μέθην τὰς μέθᾱς
     κλητική ! μέθη μέθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέθ
γεν-δοτ τοῖν  μέθαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μέθη < μεθύω < μέθυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *médʰu (μέλι) [2]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μέθη θηλυκό

  1. η μέθη
  2. (μεταφορικά) ενθουσιασμός
  3. (στον πληθυντικό): μέθαι: συμπόσια

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη μέθυ

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μέθη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μεθώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.