λεύκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεύκωμα < αρχαία ελληνική λεύκωμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεύκωμα ουδέτερο
- βιβλίο με λευκές σελίδες που περιέχει εικόνες/φωτογραφίες κι είναι συνήθως ειδικής εκδόσεως, περιλαμβάνοντας κείμενα όπως μαρτυρίες, σχόλια, κρίσεις και περιγραφές περί συγκεκριμένων θεμάτων, γεγονότων, τόπων, επιφανών προσώπων, ιστορικών κ.λπ.
- (ειδικότερα) τετράδιο όπου γράφουν φιλικά του πρόσωπα σύντομες αφιερώσεις και καλές ευχές προς τον κάτοχό του
- (βιοχημεία) σύνθετη οργανική ένωση, θρεπτική ουσία των κυττάρων
- (ειδικότερα) το ασπράδι του αβγού
- (ιατρική) θαμπή λευκή κηλίδα ευρισκομένη στον κερατοειδή του οφθαλμού εξαιτίας νόσου ή τραύματος
- (σπάνιο) η λευκωματουρία ή πρωτεϊνουρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]λεύκωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεύκωμα ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)