λεύκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεύκωμα τα λευκώματα
      γενική του λευκώματος των λευκωμάτων
    αιτιατική το λεύκωμα τα λευκώματα
     κλητική λεύκωμα λευκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεύκωμα < αρχαία ελληνική λεύκωμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεύκωμα ουδέτερο

  1. βιβλίο με λευκές σελίδες που περιέχει εικόνες/φωτογραφίες κι είναι συνήθως ειδικής εκδόσεως, περιλαμβάνοντας κείμενα όπως μαρτυρίες, σχόλια, κρίσεις και περιγραφές περί συγκεκριμένων θεμάτων, γεγονότων, τόπων, επιφανών προσώπων, ιστορικών κ.λπ.
  2. (ειδικότερα) τετράδιο όπου γράφουν φιλικά του πρόσωπα σύντομες αφιερώσεις και καλές ευχές προς τον κάτοχό του
  3. (βιοχημεία) σύνθετη οργανική ένωση, θρεπτική ουσία των κυττάρων
     συνώνυμα: πρωτεΐνη
  4. (ειδικότερα) το ασπράδι του αβγού
  5. (ιατρική) θαμπή λευκή κηλίδα ευρισκομένη στον κερατοειδή του οφθαλμού εξαιτίας νόσου ή τραύματος
  6. (σπάνιο) η λευκωματουρία ή πρωτεϊνουρία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

λεύκωμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

λεύκωμα < λευκόω < λευκός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεύκωμα ουδέτερο

  1. πινακίδα καλυμμένη με γύψο, κατάλληλη για γράψιμο δημόσιων αναγγελιών
  2. ασπρίλα, περιοχή του δέρματος με λευκό χρώμα
  3. λευκό στίγμα στο μάτι