λειτούργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτούργημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λειτούργημα ουδέτερο
- υπηρεσία που γίνεται προς χάρη του λαού ή της πολιτείας
- το δημόσιο υπούργημα