κονσέρβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονσέρβα < (ιταλ. conserva) < conservare < λατ. cum + servo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονσέρβα θηλυκό
- να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
- τρόπος διατήρησης τροφίμων με τη συσκευασία τους σε μεταλλικό στεγανό δοχείο, την αποστείρωσή τους και ενίοτε την προσθήκη συντηρητικών ουσιών
- τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονσέρβα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονσέρβα < (άμεσο δάνειο) βενετική conserva
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονσέρβα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)
- (ναυτικός όρος) νηοπομπή ώστε να προστατεύει το ένα καράβι το άλλο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κονσέρβα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.254, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)