κονσέρβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσέρβα οι κονσέρβες
      γενική της κονσέρβας των κονσερβών
    αιτιατική την κονσέρβα τις κονσέρβες
     κλητική κονσέρβα κονσέρβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονσέρβα < (ιταλ. conserva) < conservare < λατ. cum + servo
Ελιές σε κονσέρβα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κονσέρβα θηλυκό

να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονσέρβα < (άμεσο δάνειο) βενετική conserva

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κονσέρβα θηλυκό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]