κολλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολλώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολλῶ, συνηρημένος τύπος του κολλάω < κόλλα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κολ‐λώ
- τονικά παρώνυμα: κόλο, κόλλο, κώλο
Ρήμα
[επεξεργασία]κολλώ
- άλλη μορφή του κολλάω
- άλλες μορφές: κολνώ (παρωχημένο)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)