θριαμβολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θριαμβολογώ < θρίαμβ(ος) + -ο- + -λογώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θɾi.aɱ.vo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρι‐αμ‐βο‐λο‐γώ
Ρήμα
[επεξεργασία]θριαμβολογώ, αόρ.: θριαμβολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- πανηγυρίζω με θριαμβευτικό τρόπο για κάτι που πέτυχα ή για κάποια νίκη μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θριαμβολογία
- → δείτε τις λέξεις θρίαμβος και λέγω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θριαμβολογώ | θριαμβολογούσα | θα θριαμβολογώ | να θριαμβολογώ | θριαμβολογώντας | |
β' ενικ. | θριαμβολογείς | θριαμβολογούσες | θα θριαμβολογείς | να θριαμβολογείς | ||
γ' ενικ. | θριαμβολογεί | θριαμβολογούσε | θα θριαμβολογεί | να θριαμβολογεί | ||
α' πληθ. | θριαμβολογούμε | θριαμβολογούσαμε | θα θριαμβολογούμε | να θριαμβολογούμε | ||
β' πληθ. | θριαμβολογείτε | θριαμβολογούσατε | θα θριαμβολογείτε | να θριαμβολογείτε | θριαμβολογείτε | |
γ' πληθ. | θριαμβολογούν(ε) | θριαμβολογούσαν(ε) | θα θριαμβολογούν(ε) | να θριαμβολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θριαμβολόγησα | θα θριαμβολογήσω | να θριαμβολογήσω | θριαμβολογήσει | ||
β' ενικ. | θριαμβολόγησες | θα θριαμβολογήσεις | να θριαμβολογήσεις | θριαμβολόγησε | ||
γ' ενικ. | θριαμβολόγησε | θα θριαμβολογήσει | να θριαμβολογήσει | |||
α' πληθ. | θριαμβολογήσαμε | θα θριαμβολογήσουμε | να θριαμβολογήσουμε | |||
β' πληθ. | θριαμβολογήσατε | θα θριαμβολογήσετε | να θριαμβολογήσετε | θριαμβολογήστε | ||
γ' πληθ. | θριαμβολόγησαν θριαμβολογήσαν(ε) |
θα θριαμβολογήσουν(ε) | να θριαμβολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θριαμβολογήσει | είχα θριαμβολογήσει | θα έχω θριαμβολογήσει | να έχω θριαμβολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις θριαμβολογήσει | είχες θριαμβολογήσει | θα έχεις θριαμβολογήσει | να έχεις θριαμβολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει θριαμβολογήσει | είχε θριαμβολογήσει | θα έχει θριαμβολογήσει | να έχει θριαμβολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θριαμβολογήσει | είχαμε θριαμβολογήσει | θα έχουμε θριαμβολογήσει | να έχουμε θριαμβολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε θριαμβολογήσει | είχατε θριαμβολογήσει | θα έχετε θριαμβολογήσει | να έχετε θριαμβολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θριαμβολογήσει | είχαν θριαμβολογήσει | θα έχουν θριαμβολογήσει | να έχουν θριαμβολογήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)