θέλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέλημα | τα | θελήματα |
γενική | του | θελήματος | των | θελημάτων |
αιτιατική | το | θέλημα | τα | θελήματα |
κλητική | θέλημα | θελήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέλημα < αρχαία ελληνική θέλημα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέλημα ουδέτερο
- η βούληση, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με το θεό
- ήτανε θέλημα θεού η Ντόλυ να τον μπλέξει
- γεννηθήτω το θέλημά σου
- μικρή εργασία ή αποστολή που εκτελείται για λογαριασμό άλλου
- ο παππούς τον έστελνε για θελήματα και όταν γύριζε τον φίλευε λουκούμι
- εργασία που εκτελεί ο παραγγελιοδόχος με αμοιβή (χρηματική ή σε είδος)
- στο χωριό είχαμε παραγγελιοδόχο για τα θελήματα, στις μέρες μας υπάρχουν εξειδικευμένες εταιρείες