ζιβανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζιβανία < ζίβανα (στέμφυλα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζιβανία θηλυκό
- (κυπριακά) κυπριακό παραδοσιακό οινοπνευματώδες ποτό, παρόμοιο με το ρακί και το τσίπουρο
- ※ Ζιβανία ή Ζιβάνα ή Τζιβανία είναι το απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής που παράγεται σε ειδικά καζάνια με τη μέθοδο της απόσταξης (Ζιβανία - Το παραδοσιακό απόσταγμα της Κύπρου, τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, 2019, publications.gov.cy [1])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζιβανία
|