εταιρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εταιρία | οι | εταιρίες |
γενική | της | εταιρίας | των | εταιριών |
αιτιατική | την | εταιρία | τις | εταιρίες |
κλητική | εταιρία | εταιρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εταιρία θηλυκό