εσπερίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑσπερίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσπερίδα οι εσπερίδες
      γενική της εσπερίδας των εσπερίδων
    αιτιατική την εσπερίδα τις εσπερίδες
     κλητική εσπερίδα εσπερίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσπερίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑσπερίς από την αιτιατική σε ἑσπερίδα, θηλυκό του ἑσπέριος < αρχαία ελληνική ἑσπέρα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική soirée)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσπερίδα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]