εσπερίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσπερίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑσπερίς από την αιτιατική σε ἑσπερίδα, θηλυκό του ἑσπέριος < αρχαία ελληνική ἑσπέρα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική soirée)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εσπερίδα θηλυκό
- εσπερινή / βραδινή κοινωνική εκδήλωση με συγκέντρωση κόσμου και ευχάριστες ή χρήσιμες δραστηριότητες και συναναστροφές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- χοροεσπερίδα
- → δείτε τη λέξη εσπέρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εσπερίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)