επιπόλαιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιπόλαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπόλαιος (επιφανειακός) < ἐπιπολή (επιφάνεια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.piˈpo.le.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐πό‐λαι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]επιπόλαιος, -η/-α, -ο
- (για πρόσωπα) που δεν σκέπτεται σοβαρά πριν κάνει κάτι, απερίσκεπτος
- ※ Χωρίς να έχει κακές προθέσεις, η Νάνσυ δεν παύει να είναι αγνώμων και επιπόλαια. (Ελίζα-Άννα Δελβερούδη, Οι Νέοι στις κωμωδίες του Ελληνικού Κινηματογράφου: (1948-1974), 2004, σελ. 421)
- (ενέργεια) που γίνεται απερίσκεπτα ή χωρίς την απαιτούμενη προσοχή, πρόχειρος, επιφανειακός
- χωρίς βάθος, ασήμαντος
- ⮡ επιπόλαιο αίσθημα
- (για τραύμα) επιφανειακός, ασήμαντος, όχι σοβαρός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επιπολαιότητα
- επιπόλαια (επίρρημα)
- επιπολάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)