επίθεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίθεμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίθεμα < αρχαία ελληνική ἐπιτίθημι (τοποθετώ επάνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.θe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐θε‐μα
- παρώνυμο: επίθημα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίθεμα ουδέτερο
- κάτι που το ακουμπάμε πάνω στο σώμα για θεραπευτικούς σκοπούς, συνήθως ένα πανί ή μια γάζα που έχουν εμποτιστεί σε κάποιο υγρό
- Η συμπτωματική αντιμετώπιση του πυρετού περιλαμβάνει τα χλιαρά μπάνια, τα ψυχρά επιθέματα, τη λήψη αντιπυρετικών, την άφθονη λήψη υγρών, την αποφυγή καπνίσματος και υπερκόπωσης, την ελαφρά διατροφή. (Αναστασία Μοσχοβάκη, "Αλήθειες και μύθοι για τον πυρετό", εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8 Ιανουαρίου 2008)
- (πληροφορική) patch: αρχείο υπολογιστή που περιγράφει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε ένα άλλο αρχείο. Συνήθως το αρχείο που αλλάζει είναι ένα πρόγραμμα που ενημερώνεται, βελτιώνεται ή διορθώνεται και απευθύνεται στο σύνολο των χρηστών μιας έκδοσης λογισμικού (βλ. διαφορά με hotfix)
- ※ Το RCS δουλεύει χρησιμοποιώντας συλλογές από επιθέματα (patches, ή διαφορές μεταξύ αρχείων) σε μια συγκεκριμένη μορφή στον δίσκο. Έπειτα, μπορεί να ξαναδημιουργήσει κάθε αρχείο όπως ήταν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προσθέτοντας όλα τα επιθέματα. [1]
- ≈ συνώνυμα: αργκό: μπάλωμα
- → δείτε τη λέξη αναθεώρηση
- (σπανιότερα) συνώνυμο του επίθημα (γλωσσολογία)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1.1 Ξεκινώντας με το Git - Σχετικά με τον έλεγχο εκδόσεων. Πρόσβαση 2020-12-03.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)