επίθεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(πληροφορική) Ο όρος επίθεμα ή μπάλωμα (patch) είναι από την εποχή που εισάγονταν στους υπολογιστές δεδομένα και προγράμματα με διάτρητες ταινίες. Ένα τοπικό λάθος διορθωνόταν με αυτοκόλλητο που σκέπαζε τις τρύπες
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίθεμα τα επιθέματα
      γενική του επιθέματος των επιθεμάτων
    αιτιατική το επίθεμα τα επιθέματα
     κλητική επίθεμα επιθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επίθεμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίθεμα < αρχαία ελληνική ἐπιτίθημι (τοποθετώ επάνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈpi.θe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐θε‐μα
παρώνυμο: επίθημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επίθεμα ουδέτερο

  1. κάτι που το ακουμπάμε πάνω στο σώμα για θεραπευτικούς σκοπούς, συνήθως ένα πανί ή μια γάζα που έχουν εμποτιστεί σε κάποιο υγρό
    Η συμπτωματική αντιμετώπιση του πυρετού περιλαμβάνει τα χλιαρά μπάνια, τα ψυχρά επιθέματα, τη λήψη αντιπυρετικών, την άφθονη λήψη υγρών, την αποφυγή καπνίσματος και υπερκόπωσης, την ελαφρά διατροφή. (Αναστασία Μοσχοβάκη, "Αλήθειες και μύθοι για τον πυρετό", εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8 Ιανουαρίου 2008)
  2. (πληροφορική) patch: αρχείο υπολογιστή που περιγράφει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε ένα άλλο αρχείο. Συνήθως το αρχείο που αλλάζει είναι ένα πρόγραμμα που ενημερώνεται, βελτιώνεται ή διορθώνεται και απευθύνεται στο σύνολο των χρηστών μιας έκδοσης λογισμικού (βλ. διαφορά με hotfix)
    ※  Το RCS δουλεύει χρησιμοποιώντας συλλογές από επιθέματα (patches, ή διαφορές μεταξύ αρχείων) σε μια συγκεκριμένη μορφή στον δίσκο. Έπειτα, μπορεί να ξαναδημιουργήσει κάθε αρχείο όπως ήταν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προσθέτοντας όλα τα επιθέματα. [1]
     συνώνυμα: αργκό: μπάλωμα
    → δείτε τη λέξη αναθεώρηση
  3. (σπανιότερα) συνώνυμο του επίθημα (γλωσσολογία)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]