ενυδρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενυδρίδα < αρχαία ελληνική ἐνυδρίς < ἐν + ὕδωρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.niˈðɾi.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενυδρίδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό με μακρύ, ελαστικό και μυώδες κορμί και παχιά γούνα (λουτρ), της οικογένειας των Μουστελιδών (μυιοϊκτίς), που ζει σε γλυκά νερά και συγγενεύει με το κουνάβι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ενυδρίδα στη Βικιπαίδεια