διαλογίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαλογίζομαι < ελληνιστική κοινή διαλογίζομαι < αρχαία ελληνική διά + λογίζομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διαλογίζομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αδιαλόγιστος
- διαλογισμός
- → δείτε τις λέξεις διά, λογίζομαι και λέγω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαλογίζομαι | διαλογιζόμουν(α) | θα διαλογίζομαι | να διαλογίζομαι | ||
β' ενικ. | διαλογίζεσαι | διαλογιζόσουν(α) | θα διαλογίζεσαι | να διαλογίζεσαι | (διαλογίζου) | |
γ' ενικ. | διαλογίζεται | διαλογιζόταν(ε) | θα διαλογίζεται | να διαλογίζεται | ||
α' πληθ. | διαλογιζόμαστε | διαλογιζόμαστε διαλογιζόμασταν |
θα διαλογιζόμαστε | να διαλογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαλογίζεστε | διαλογιζόσαστε διαλογιζόσασταν |
θα διαλογίζεστε | να διαλογίζεστε | (διαλογίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαλογίζονται | διαλογίζονταν διαλογιζόντουσαν |
θα διαλογίζονται | να διαλογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαλογίστηκα | θα διαλογιστώ | να διαλογιστώ | διαλογιστεί | ||
β' ενικ. | διαλογίστηκες | θα διαλογιστείς | να διαλογιστείς | διαλογίσου | ||
γ' ενικ. | διαλογίστηκε | θα διαλογιστεί | να διαλογιστεί | |||
α' πληθ. | διαλογιστήκαμε | θα διαλογιστούμε | να διαλογιστούμε | |||
β' πληθ. | διαλογιστήκατε | θα διαλογιστείτε | να διαλογιστείτε | διαλογιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαλογίστηκαν διαλογιστήκαν(ε) |
θα διαλογιστούν(ε) | να διαλογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαλογιστεί | είχα διαλογιστεί | θα έχω διαλογιστεί | να έχω διαλογιστεί | διαλογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαλογιστεί | είχες διαλογιστεί | θα έχεις διαλογιστεί | να έχεις διαλογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαλογιστεί | είχε διαλογιστεί | θα έχει διαλογιστεί | να έχει διαλογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαλογιστεί | είχαμε διαλογιστεί | θα έχουμε διαλογιστεί | να έχουμε διαλογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαλογιστεί | είχατε διαλογιστεί | θα έχετε διαλογιστεί | να έχετε διαλογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαλογιστεί | είχαν διαλογιστεί | θα έχουν διαλογιστεί | να έχουν διαλογιστεί |