αμέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμέλεια | οι | αμέλειες |
γενική | της | αμέλειας | των | αμελειών |
αιτιατική | την | αμέλεια | τις | αμέλειες |
κλητική | αμέλεια | αμέλειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμέλεια < αρχαία ελληνική ἀμέλεια < ἀμελής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμέλεια θηλυκό
- η έλλειψη ενδιαφέροντος για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης
- η απροσεξία ως αιτία μιας αξιόποινης πράξης
- φόνος εξ αμελείας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμέλεια