ακαπέλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαπέλωτος < α- στερητικό + καπελώ(νω) + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kaˈpe.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐πέ‐λω‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακαπέλωτος, -η, -ο
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν καπελώσει, που τον έχουν αφήσει ανεξάρτητο και όχι δέσμιο κομματικών γραμμών
- ↪ Τη συγκέντρωση των αγανακτισμένων την θέλουμε ακαπέλωτη γι' αυτό μαζέψτε το πανό σας και δρόμο
- (οικείο) που δεν φοράει καπέλο
- που δεν έχει υπερτιμηθεί με φέσι στην τιμή, που έχει λογική τιμή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που είναι ανεξάρτητος από κομματικές γραμμές
|
που δε φορά καπέλο
|
που έχει μια λογική τιμή
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)