έρημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έρημος | η | έρημη | το | έρημο |
γενική | του | έρημου | της | έρημης | του | έρημου |
αιτιατική | τον | έρημο | την | έρημη | το | έρημο |
κλητική | έρημε | έρημη | έρημο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έρημοι | οι | έρημες | τα | έρημα |
γενική | των | έρημων | των | έρημων | των | έρημων |
αιτιατική | τους | έρημους | τις | έρημες | τα | έρημα |
κλητική | έρημοι | έρημες | έρημα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έρημος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔρημος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.ɾi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ρη‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]έρημος, -η, -ο
- που είναι απομακρυσμένος από τους άλλους
- ↪ Μετά το χωρισμό τους ζει μόνη κι έρημη.
- ≈ συνώνυμα: ακατοίκητος, απάτητος, απομονωμένος, ασύχναστος, εγκαταλελειμμένος, ερημικός, μόνος
- (μεταφορικά) που συνάντησε μεγάλες δυστυχίες στη ζωή του
- ↪ Τι να πρωτοπεί και τι να πρωτοκάνει ο έρημος; όπως του έρχονται τα πράγματα, τα παίρνει.
- ≈ συνώνυμα: άθλιος, δυστυχισμένος, κακομοίρης, ταλαίπωρος
- (έκφραση δυσφορίας ή συμπάθειας)
- ↪ αχ! τα έρημα τα ξένα!
- ↪ τα έρημα τα βράδυα
- ↪ λυπήσου τα έρημα τ'αφτάκια μας!
Παροιμίες
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοναχικός, απομονωμένος
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έρημος | οι | έρημοι |
γενική | της | ερήμου | των | ερήμων |
αιτιατική | την | έρημο | τις | ερήμους |
κλητική | έρημε (έρημο) |
έρημοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
έρημος θηλυκό
- (γεωγραφία) περιοχή στην οποία υπάρχει ξηρασία και σχεδόν καθόλου βλάστηση, λόγω των σπανιότατων βροχοπτώσεων που σημειώνονται εκεί
- ↪ Τα καραβάνια διέσχιζαν την έρημο Σαχάρα με καμήλες.
- (μεταφορικά) απουσία κίνησης, δραστηριότητας
- ↪ Έρημος σήμερα το γραφείο, όλοι είχαν φύγει για το σαββατοκύριακο.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άνυδρη ή ακατοίκητη περιοχή
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)