Χάρκοβο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Χάρκοβο | ||
γενική | του | Χαρκόβου & Χάρκοβου | ||
αιτιατική | το | Χάρκοβο | ||
κλητική | Χάρκοβο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Χάρκοβο < αγγλική Kharkov < ρωσική Харьков < ουκρανική Харків (Xárkiv) (< ίσως: Харко́ < Харько́ < Харитон[1] < ελληνιστική κοινή Χαρίτων < αρχαία ελληνική χάρις)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxar.ko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χάρ‐κο‐βο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Χάρκοβο ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Χάρκοβο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Χάρκοβο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ουκρανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ουκρανίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ουκρανίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)