Ισπανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ισπανός | οι | Ισπανοί |
γενική | του | Ισπανού | των | Ισπανών |
αιτιατική | τον | Ισπανό | τους | Ισπανούς |
κλητική | Ισπανέ | Ισπανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ισπανός αρσενικό (θηλυκό Ισπανίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ισπανία ή έχει ισπανική υπηκοότητα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Σπανιόλος (ανεπίσημο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- Οι σπανοί Ισπανοί ζωγράφοι εις πανί εζωγράφιζαν ισπανικόν στρατόν εις πανικόν (λογοπαίγνιο)