Εβραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Εβραίος | οι | Εβραίοι |
γενική | του | Εβραίου | των | Εβραίων |
αιτιατική | τον | Εβραίο | τους | Εβραίους |
κλητική | Εβραίε | Εβραίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εβραίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἑβραῖος[1] < εβραϊκή עברי (ivrí). Συγκρίνετε με το Οβριός
- ο όρος δεν απαντάται σε κανένα ιστορικό κείμενο, παρά μόνο στην Αγία Γραφή
- η προέλευση του ονόματος πιθανολογείται, από πολλούς μελετητές, από τον πατριάρχη Έβερ, δισέγγονο του Νώε και πρόγονο του Αβραάμ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈvɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐βραί‐ος
- ομόηχο: ευρέως
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εβραίος αρσενικό (θηλυκό Εβραία & σπάνιο Εβραίισσα)
- ο πιστός της ιουδαϊκής θρησκείας
- (εθνικό όνομα) ο προερχόμενος από το έθνος των Εβραίων
- (μεταφορικά) τσιγκούνης, φιλάργυρος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη τσιγκούνης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- Ιουδαίος
- Ισραηλίτης
- Οβριός
- χαχαμίκος (σκωπτικά ο Εβραίος ο προερχόμενος από την Ισπανία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Εβραίοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Εβραίος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Εβραίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ανθρωπωνύμια από τον Καραγκιόζη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)