ŝlosi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ŝlosi < ŝlos- + -i
ρήμα ŝlosi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝlosas ŝlosanta ŝlosata
αόριστος ŝlosis ŝlosinta ŝlosita
μέλλοντας ŝlosos ŝlosonta ŝlosota
υποθετική ŝlosus - -
προστακτική ŝlosu - -

ŝlosi (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

sxlosi, shlosi, s'losi