ŝanceli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ŝanceli < ŝancel- + -i
ρήμα ŝanceli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝancelas ŝancelanta ŝancelata
αόριστος ŝancelis ŝancelinta ŝancelita
μέλλοντας ŝancelos ŝancelonta ŝancelota
υποθετική ŝancelus - -
προστακτική ŝancelu - -

ŝanceli (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

sxanceli, shanceli, s'anceli