island

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 05:33, 16 Απριλίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
island islands

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaɪ.lənd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

island (en)

  • (γεωγραφία) το νησί
    A bridge joins the island with the mainland.
    Μια γέφυρα συνδέει το νησί με την ηπειρωτική χώρα.