ruche
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ruche | ruches |
ruche (fr) θηλυκό
Α.
- η κυψέλη
- (μεταφορικά) τόπος ασταμάτητης και οργανωμένης εργασίας
Β.
Δείτε επίσης : ruché |
ενικός | πληθυντικός |
ruche | ruches |
ruche (fr) θηλυκό
Α.
Β.