gosse

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 07:57, 16 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gosse gosses

gosse (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gosse (sv)