dab
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]dab (en)
- χτυπώ απαλά επιφάνεια που έχει υγρό με απορροφητικό χαρτί ή πανί
- απορροφώ, σκουπίζω, καθαρίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dab (en)
- λιγουλάκι
- ακροδάχτυλο
- ανεπαίσθητο σκούντημα, συνήθως για κάποια εργασία/πράξη και όχι κλήση