dab

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 21:14, 7 Φεβρουαρίου 2018 από τον 2a02:2149:8786:900:5cae:d2a0:961a:6bf6 (συζήτηση)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

dab (en)

  • χτυπώ απαλά επιφάνεια που έχει υγρό με απορροφητικό χαρτί ή πανί
    • απορροφώ, σκουπίζω, καθαρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dab (en)

  1. λιγουλάκι
  2. ακροδάχτυλο
  3. ανεπαίσθητο σκούντημα, συνήθως για κάποια εργασία/πράξη και όχι κλήση