wax

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 15:38, 25 Μαΐου 2017 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (διαγραφή των interwikis)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wax (en)

  1. το κερί (το υλικό που φτιάχνουν οι μέλισσες)
  2. το κερί στ' αφτιά
  3. wax και wax poetic: ενθουσιώδης ομιλία, συχνά λυρική