sich
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]sich
αυτοπαθής αντωνυμία, γ' πρόσωπο: τον εαυτό του/της/τους
- προσωπική αντωνυμία δοτική ενικού του er
- προσωπική αντωνυμία αιτιατική ενικού του er
- προσωπική αντωνυμία δοτική ενικού του sie
- προσωπική αντωνυμία αιτιατική ενικού του sie
- προσωπική αντωνυμία δοτική ενικού του es
- προσωπική αντωνυμία αιτιατική ενικού του es
- προσωπική αντωνυμία δοτική πληθυντικού του sie
- προσωπική αντωνυμία αιτιατική πληθυντικού του sie
- προσωπική αντωνυμία δοτική πληθυντικού του Sie
- προσωπική αντωνυμία αιτιατική πληθυντικού του Sie
Κλίση
[επεξεργασία]Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
ενικός | ||||||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αυτοπαθής | |||
ονομαστική | ich | du | er | sie | es | |
γενική | meiner | deiner | seiner | ihrer | seiner | |
δοτική | mir | dir | ihm | ihr | ihm | sich |
αιτιατική | mich | dich | ihn | sie | es | sich |
πληθυντικός | ||||||
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο | ένδειξη ευγένειας | αυτοπαθής | ||||
ονομαστική | wir | ihr | sie | Sie | ||
γενική | unser | euer | ihrer | Ihrer | ||
δοτική | uns | euch | ihnen | Ihnen | sich | |
αιτιατική | uns | euch | sie | Sie | sich |