seso
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seso | sesoj |
αιτιατική | seson | sesojn |
seso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seso | sesoj |
αιτιατική | seson | sesojn |
seso (eo)