Κατηγορία:Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 5.239 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Χ
- χναῦμα
- χνόος
- χνοῦς
- χοάνη
- χόανος
- χοίρα
- χοιράς
- χοίρειος
- χοιρίδιον
- χοιρίνη
- χοιρίον
- χοιρίσκος
- χοῖρος
- Χολαργεύς
- χολάς
- χολέρα
- χόλιξ
- χόλος
- χόος
- χοραγός
- χορδά
- χόρδευμα
- χορδεύω
- χορδή
- χορεία
- χόρευμα
- χορηγία
- χορηγός
- χόρια
- χόριον
- χορῖτις
- χορός
- χοροστάτας
- χοροστάτης
- χοροστάτις
- χόρτος
- χορῳδία
- χορωφελήτης
- χοῦς
- χρεία
- χρείη
- χρεῖος
- χρειώ
- χρέος
- χρεώ
- χρεών
- χρέως
- χρή
- χρῆμα
- χρημάτισις
- χρηματισμός
- χρηματιστής
- χρηματιστική
- χρηματοδαίτης
- χρημοσύνη
- χρῆσις
- χρησμοσύνη
- χρηστήριον
- χρήστης
- χρηστομαθία
- χρῖμα
- χρῖσμα
- χρόα
- χροιά
- χροιή
- χρόνος
- χρυσαμοιβός
- χρύσασπις
- χρυσάωρ
- χρυσεῖον
- χρυσίδιον
- χρυσίον
- χρυσίτης
- χρυσῖτις
- χρυσοκόμας
- χρυσοκόμης
- χρυσόκομος
- χρυσολύρας
- χρυσομίτρας
- χρυσοπλύσιον
- χρυσόπρασος
- χρυσορόας
- χρυσορόης
- χρυσόρραπις
- χρυσορρόας
- χρυσορρόης
- χρυσός
- χρυσότας
- χρυσοχαῖτα
- χρυσοχαίτης
- χρυσοχόος
- χρυσώψ
- χρῶμα
- χρώς
- χυλός
- χύμα
- χῦμα
- χυμεία
- χυμός
- χύσις
- χύτλον
- χύτρα
- χυτρεύς
- χυτρίον
- χυτρίς
- χυτρόπους
- χύτρος
- χωλεία
- χωλίαμβος
- χωλότης
- χῶμα
- χώνη
- χῶνος
- χώρα
- χώρη
- χωρίδιον
- χωρίον
- χωρισμός
- χωρίτης
- χῶρος
- χῶς
Ψ
- ψακάς
- ψάλιον
- ψαλμός
- ψαλτήριον
- ψάλτης
- ψάμαθος
- ψάμμη
- ψάμμος
- ψάρος
- ψαῦμα
- ψαῦσις
- ψᾶφαξ
- ψᾶφος
- ψεκάς
- ψέκτης
- ψέλιον
- ψέλλιον
- ψευδαγγελία
- ψευδαμάμαξυς
- ψευδατράφαξυς
- ψευδηγορία
- ψεῦδις
- ψευδοκῆρυξ
- ψευδοκλητεία
- ψευδόμαντις
- ψευδομαρτυρία
- ψευδομάρτυς
- ψευδονύμφευτος
- ψευδοπάτωρ
- ψεῦδος
- ψευδουργός
- ψεῦσμα
- ψεύστης
- ψεφαρός
- ψέφας
- ψεφηνός
- ψέφος
- ψῆγμα
- ψηφίς
- ψήφισμα
- ψηφισματοπώλης
- ψῆφος
- ψίαθος
- ψίθυρος
- ψίλωθρον
- ψίλωσις
- ψιμύθιον
- ψίξ
- ψιττάκη
- ψόα
- ψόθος
- ψόλος
- ψόμμος
- ψόφος
- ψύα
- ψύδραξ
- ψύθος
- ψυκτήρ
- ψῦξις
- ψυχάριον
- ψυχή
- ψυχίδιον
- ψυχοπομπός
- ψῦχος
- ψυχοστασία
- ψυχρολουσία
- ψωλή
- ψωλός
- ψωμίς
- ψώμισμα
- ψωμός
- ψώρη
- ψῶρος
- ψῶχος