Κατηγορία:Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σελίδες στην κατηγορία "Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 5.239 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ο
- ὀπάων
- ὅπλισις
- ὁπλίτης
- ὅπλον
- ὀπός
- ὀπτήρ
- ὄπτησις
- ὀπτίλος
- ὀπώρα
- ὅραμα
- ὄρανος
- ὄργανον
- ὀργή
- ὄρεξις
- ὀρθόθριξ
- ὀρίγανον
- ὀρίγανος
- ὅριον
- ὅρκος
- ὁρμαθός
- ὁρμητήριον
- ὅρμος
- ὄρνεον
- ὄρνις
- ὄροβος
- ὀρός
- ὄρος
- ὄρπαξ
- ὄρπηξ
- ὄρρος
- ὁρτή
- ὀρυμαγδός
- ὄρφνη
- ὀρχίπεδον
- ὄρχις
- ὀσμή
- ὁσπίτιον
- ὄσπριον
- ὄσσε
- ὀστακός
- ὀστέον
- ὀστοῦν
- ὄστρακον
- ὄστρεον
- ὀσφρασία
- ὄσφρησις
- ὀσφύς
- ὀσφῦς
- ὄσχη
- ὄτοβος
- οὖας
- οὐγγία
- οὐγκία
- οὐδός
- οὕδωρ
- οὐλαμός
- οὐλόθριξ
- οὔνομα
- οὐρά
- οὐραγός
- οὐρανός
- οὐρβανός
- οὐρή
- οὖρον
- οὖρος
- οὖς
- οὐσία
- οὐσίδιον
- οὐσίη
- ὄφελος
- ὀφθαλμός
- ὀφίτης
- ὀφρύδιον
- ὀφρύς
- ὀφρῦς
- ὄχανον
- ὀχεία
- ὀχετός
- ὀχεύς
- ὀχλαγωγία
- ὀχλέω
- ὄχλος
- ὄχος
- ὄψ
- ὀψάριον
- ὀψία
- ὄψον
- ὀψώνιον
Π
- παγά
- πάγη
- παγκράτιον
- πάγος
- πάθος
- παιάν
- Παιανιεύς
- παίγνιον
- παιδαγωγεῖον
- παιδάριον
- παίδευσις
- παιδιά
- παιδίον
- παιδίσκη
- παιδονόμος
- παιδοποιία
- παιδοτρίβης
- πάϊς
- παῖς
- παλαιότης
- παλαίστρα
- παλάμη
- παλαμίς
- παλιλλογία
- παλλακή
- παλλακίς
- Παλλάς
- Παλληνεύς
- Παλληνίς
- παλμός
- πάλος
- παλός
- παλτόν
- παμβασιλεία
- παμβῶτις
- παμβώτωρ
- πάμμαχος
- πανάγυρις
- πανδοκεῖον
- πανήγυρις
- πάνθεον
- παννυχίς
- πανοπλία
- πανστρατιά
- παντοπώλιον
- πανωλεθρία
- παπαρίνα
- πάππας
- πάππος
- παράβασις
- παραβλώψ
- παραγιάλιν
- παραγκωνίζω
- παραγραφή
- παράδειγμα
- παράδισος
- παράδοσις
- παραδρομή
- παράθεσις
- παραίνεσις
- παραίτησις
- παρακινδύνευσις
- παράκλησις
- παρακολούθησις
- παρακομιδή
- παρακοπά
- παράκρουσις
- παράλειψις
- παράλλαξις
- παραμυθία
- παραμύθιον
- παρανόησις
- παρανομία
- παραπέτασμα
- παραπληγίη
- παραπομπή
- παραπρεσβεία
- παράρτημα
- παράσημον
- παράσιτος
- παρασκευή
- παραστάς
- παράστασις
- παραστάτης
- παραστάτις
- παράταξις
- παράτασις
- παράφερνα
- παράφρασις
- παραφροσύνη
- παράφυσις
- παρδαλιδεύς
- παρεγκεφαλίς
- παρέκβασις
- παρέλευσις
- παρεπόμενον
- πάρεσις
- παρθενεία
- παρθενίη
- παρθένιον
- Πάρνης
- παροδίτης
- παροιμία
- παρομοίωσις
- παρόρμησις
- παροχέτευσις
- παρρησία
- παρωνυμία
- παρώνυμον
- πασίολος
- πάσσαλος
- πάσσαξ