Χειμαρριώτικη διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας
Η χειμαρριώτικη διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας ή Χειμαρριώτικα ομιλείται κυρίως από Έλληνες στον δήμο Χειμάρρας στην Αλβανία, και συγκεκριμένα από τους κατοίκους στην πόλη της Χειμάρρας και στα χωριά Δρυμάδες και Παλάσα. Κάθε οικισμός έχει τη δική του παραλλαγή της Χειμαρριώτικης. Ενώ και οι 3 παραλλαγές χρησιμοποιούν το ίδιο βασικά λεξιλόγιο, διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς την προφορά. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του 2008, η διάλεκτος ομιλείται από τουλάχιστον 8.000 ανθρώπους.
Ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά το γεγονός ότι η ελληνική κοινότητα στη Χειμάρρα βρίσκεται στα βόρεια του ελληνικού κράτους και η περιοχή αναφέρεται συχνά ως Βόρεια Ήπειρος στην Ελλάδα, η διάλεκτος της πόλης της Χειμάρρας κατατάσσεται στις νότιες διαλέκτους (δεν κάνει συνίζηση ούτε αποβολή φωνηέντων από την Κοινή Ελληνική- χαρακτηριστικά που έχουν και οι διάλεκτοι της υπόλοιπης Βορείας Ηπείρου και του νομού Θεσπρωτίας) [1] . Αν και έχει προταθεί πως υπάρχουν ομοιότητές με τις διαλέκτους που μιλιούνται στην Απουλία της Κάτω Ιταλίας και στη Μάνη της Πελοποννήσου,[2] η ακριβής προέλευση των βορειοηπειρώτικων διαλέκτων παραμένει άγνωστη.[2] Από την άλλη, οι διάλεκτοι των Δρυμάδων και της Παλάσας αντίστοιχα, κατατάσσονται στις ημι-βόρειες διαλέκτους.[3]
Λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης της περιοχής, η τοπική διάλεκτος της Χειμάρρας αποκόπηκε από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους και εξελίχθηκε με αργότερους ρυθμούς, διατηρώντας μια πιο συντηρητική και πιστή εικόνα της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας.[4]Ανάμεσα στις άλλες διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί για να εξηγηθεί η διαφοροποίηση της διαλέκτου, είναι πως η διάλεκτος αυτή μαζί με άλλες συντηρητικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, όπως η Μανιάτικη διάλεκτος, μιλούνταν από πληθυσμούς οι οποίοι βρίσκονταν σε καθεστώς ντε φάκτο αυτονομίας από τους Οθωμανούς.[3] Μια άλλη γλωσσολογική ανάλυση προτείνει πως η Χειμάρρα αποικίστηκε από Έλληνες της Κάτω Ιταλίας μετά την τουρκική λεηλασία της πόλης του Οτράντο στην Απουλία το 1480, αλλά η θέση αυτή έχει τεθεί υπό έντονη αμφισβήτηση.[3] Άλλες θέσεις προτείνουν πως υπάρχουν ομοιότητες με την Κρητική διάλεκτο και την Κερκυραϊκή διάλεκτο.[5][6]
Χρήση και φωνολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα Χειμαρριώτικα μιλιούνται κυρίως στην πόλη της Χειμάρρας, καθώς και στα κοντινά παραθαλάσσια χωριά των Δρυμάδων και της Παλάσας με διαφορές στην προφορά.[7] Τα Χειμαρριώτικα έχουν επίσης κάποια στοιχεία και από την τοσκική διάλεκτο της Αλβανικής γλώσσας.[7]
Ένα κοινό χαρακτηριστικό των βορειοηπειρώτικων και της υπο-ομάδας των Χειμαρριώτικων, είναι η χρήση του αρχαϊκής δισυλλαβικής μορφής -εα.[3]Επιπλέον το φώνημα [/s/] προφέρεται ελαφρώς διαφορετικά ανάλογα με την περιοχή, στους Δρυμάδες ως ένα μαλακό [/š’/] ενώ στη Χειμάρρα ως ένα σκληρό [/š/]. Οι κάτοικοι της Χειμάρρας επίσης προφέρουν το [/ķ/] ως [/ć/].[8] Άλλο χαρακτηριστικό που είναι κανόνας στα Χειμαρριώτικα είναι η τροπή /st/ > /s/ [9].
Ιστορία και πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την κομμουνιστική περιόδο της Αλβανίας, τα σύνορα της χώρας παρέμειναν κλειστά για 45 έτη (1945–1990), ενώ η Χειμάρρα βρισκόταν εκτός της αναγνωρισμένης από την Αλβανική κυβέρνηση περιοχής όπου κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί.[10] Σύμφωνα με την πολιτική του καθεστώτος της εποχής η οποία στόχευε στην ομογενοποίηση και εξάλειψη των διαφοροποιήσεων, η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύονταν στη Χειμάρρα και πολλοί ελληνόφωνοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε περιοχές της βόρειας ή κεντρικής Αλβανίας.[11] Ως συνέπεια, τα ελληνικά σχολεία στη Χειμάρρα έκλεισαν, και οι τοπικές κοινωνίες έκαναν κρυφή χρήση της γλώσσας με αποτέλεσμα η γλώσσα αυτή να περιέχει πολλές παλιές λέξεις και να είναι δυσνόητη όταν πλέον οι ομογενείς άρχισαν να μεταναστεύουν στην Ελλάδα μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991.[12]
Μετά την πτώση του κομμουνισμού, ένας σημαντικός αριθμός από τη Χειμάρρα μετανάστευσε στην Ελλάδα όπου και άρχισε πλέον να χρησιμοποιεί την κοινή μορφή της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας.[8] Η Αλβανία πρώτη φορά αναγνώρισε ότι υπάρχει ελληνική μειονότητα στο δήμο Χειμάρρας με την απογραφή του πληθυσμού το 2011, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι αποτελούν μόνο το 24-25% του πληθυσμού. Οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν την ελληνική ιθαγένεια στα άτομα της ελληνικής μειονότητας, με βάση την μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας.[13]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «tromaktiko: Οι Νεοελληνικές διάλεκτοι». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
- ↑ 2,0 2,1 Nicholas 1998, σελ. 20.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Nicholas 1998, Chapter 2: "Grammaticalisation", p. 29.
- ↑ Nicholas 1998, Chapter 2: "Grammaticalisation", pp. 20, 29.
- ↑ Bon 2008a, σελ. 64.
- ↑ Basilēs G. Nitsiakos, Vassilis Nitsiakos (2010) [2010]. «On the Border: Transborder Mobility, Ethnic Groups and Boundaries Along the Albanian-Greek Frontier». LIT Verlag Münster. σελ. 102.
- ↑ 7,0 7,1 Bon 2008a, σελ. 63.
- ↑ 8,0 8,1 Bon 2008a, σελ. 65.
- ↑ [periodikodrys.gr «/χειμάρα-γλωσσικό-ιδίωμα-χιμάρας/»] Check
|url=
value (βοήθεια). - ↑ Pettifer 2001, σελ. 7.
- ↑ Bon 2008a, σελ. 111.
- ↑ Bon 2008a, σελ. 60; Bon 2008b, σελίδες 7–29.
- ↑ Bon 2008a, σελ. 36.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bon, Nataša Gregorič (2008a). «Contested Spaces and Negotiated Identities in Dhërmi/Drimades of Himarë/Himara Area, Southern Albania» (PDF). Nova Gorica, Slovenia: University of Nova Gorica.
- Bon, Nataša Gregorič (2008b). «Storytelling as a Spatial Practice in Dhërmi/Drimades of Southern Albania» (PDF). Anthropological Notebooks (Slovene Anthropological Society) 14 (2): 7–29. ISSN 1408-032X. http://www.drustvo-antropologov.si/AN/PDF/2008_2.
- Nicholas, Nick (Δεκεμβρίου 1998). «The Story of pu: The Grammaticalisation in Space and Time of a Modern Greek Complementiser». Melbourne, Victoria, Australia: University of Melbourne. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2015.
- Pettifer, James (2001). The Greek Minority in Albania - In the Aftermath of Communism. Camberley, Surrey: Conflict Studies Research Centre, Royal Military Academy Sandhurst. ISBN 1-903584-35-3. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 21 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2015.