Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φιόντορ Σαλιάπιν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φιόντορ Σαλιάπιν
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Фёдор Ива́нович Шаля́пин (Ρωσικά)
Γέννηση1ιουλ. / 13  Φεβρουαρίου 1873γρηγ. (unspecified calendar, assumed Julian)
Lisitsyn-Emelin House
Θάνατος12  Απριλίου 1938[1][2][3]
Παρίσι[4][5]
Αιτία θανάτουλευχαιμία[6]
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο Νοβοντέβιτσι και νεκροταφείο Μπατινιόλ
ΚατοικίαΦινλανδία
Pushkin Street
Ämät
Qoşçaq
Nekrasov street
Moskovskaya Street
Tihomirnov street
Arça
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
Ρωσική Δημοκρατία
Σοβιετική Ρωσία
Ιδιότητατραγουδιστής, λυρικός τραγουδιστής, ηθοποιός, χορευτής και συγγραφέας
ΣύζυγοςIole Tornaghi (1898–1938)
ΣύντροφοςMariya Deysha-Sionitskaya
ΤέκναBoris Chaliapin, Feodor Chaliapin Jr., Marina Scialiapin και Tatiana Fedorovna Saljapina
Όργαναφωνή
Είδος τέχνηςόπερα
ΒραβεύσειςΤάγμα του Αγίου Στανισλάου, Γ΄ Τάξη, Order of noble Bukhara, d:Q56634793, Αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ, Ταξιάρχης της Λεγεώνας της Τιμής, Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής, Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, Καλλιτέχνης του Λαού της ΡΣΟΣΔ και Τάγμα του Αγίου Στανισλάου (Οίκος των Ρομανώφ)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φιόντορ Ιβάνοβιτς Σαλιάπιν (ρωσικά: Фёдор Иванович Шаляпин‎‎, 13 Φεβρουαρίου 1873 - 12 Απριλίου 1938) ήταν Ρώσος τραγουδιστής της όπερας. Με τη δυνατή και εκφραστική φωνή βαθύφωνου που διέθετε και τη σημαντική διεθνή σταδιοδρομία του, συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στους κορυφαίους ομοτέχνους του όλων των εποχών[7]. Ο ιστορικός και σχολιαστής της όπερας Μάικλ Σκοτ τονίζει ότι: «Ο Σαλιάπιν είναι, μαζί με τον Καρούζο και τη Μαρία Κάλλας, ένας από τους τρεις μεγαλύτερους τραγουδιστές, και από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες, του εικοστού αιώνα»[8]

Το κωδωνοστάσιο του Ναού των Θεοφανίων στο Καζάν. Η Αίθουσα Σαλιάπιν βρίσκεται στον δεύτερο όροφο[9].

Ο Σαλιάπιν γεννήθηκε στο Καζάν της Ρωσίας, στο σπίτι του εμπόρου Λισίτζιν στην οδό Ρυμπνορυάντσκαγια (σήμερα οδός Πούσκιν) αρ. 10, την παραμονή της Υπαπαντής με το παλαιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στη Ρωσία. Την επόμενη ημέρα βαπτίσθηκε στον ναό των Θεοφανίων. Νονοί του ήταν οι γείτονες της οικογένειας: ο υποδηματοποιός Νικολάι Τόνκοφ και η 12χρονη Λουντμίλα Χαριτόνοβα. Η κατοικία ήταν ακριβή για τον πατέρα του, Ιβάν Γιακόβλεβιτς Σαλιάπιν, υπάλληλο στο περιφερειακό συμβούλιο, και έτσι το 1878 η οικογένεια Σαλιάπιν μετακόμισε στο χωριό Αμέτιεβο, ένα καταυλισμό που σήμερα βρίσκεται μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα του Καζάν.

Κατά μεγάλο μέρος αυτοδίδακτος, ο Σαλιάπιν άρχισε τη σταδιοδρομία του στην Τιφλίδα και στην Αυτοκρατορική `Οπερα της Αγίας Πετρουπόλεως το 1894. Στη συνέχεια προσκλήθηκε να τραγουδήσει στην Ιδιωτική `Οπερα Μαμόντοφ (1896–1899), όπου ο πρώτος ρόλος του ήταν αυτός του Μεφιστοφελή στην όπερα του Σαρλ Γκουνώ Φάουστ, που σημείωσε αξιόλογη επιτυχία. Στη Μαμόντοφ συνάντησε τον συνομήλικό του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, που υπηρετούσε εκεί ως βοηθός διευθυντής ορχήστρας και τους συνέδεσε μία ισόβια φιλία. Ο Ραχμάνινοφ τον δίδαξε πολλά, μεταξύ των οποίων το πώς να αναλύει μία μουσική σύνθεση, και επέμεινε ότι ο Σαλιάπιν έπρεπε να μαθαίνει όχι μόνο τους δικούς του ρόλους, αλλά και όλους τους άλλους των έργων στα οποία θα εμφανιζόταν. Με τον Ραχμάνινοφ ο Σαλιάπιν έμαθε τον ρόλο του Μπορίς Γκοντουνόφ στην ομώνυμη όπερα του Μουσόργκσκι, που έγινε το «σήμα κατατεθέν» του[10]. Ο Σαλιάπιν σε αντάλλαγμα έδειξε στον Ραχμάνινοφ το πώς «έχτιζε» την κάθε ερμηνεία του γύρω από μία στιγμή ή σημείο κορυφώσεως. Ανεξάρτητα από το πού βρισκόταν αυτό το σημείο ή σε ποια δυναμική μέσα στο κομμάτι, ο ερμηνευτής έπρεπε να γνωρίζει πώς να το προσεγγίσει με απόλυτη ακρίβεια και για τον λόγο αυτό έπρεπε να «προϋπολογίσει» τις δυνάμεις του. Διαφορετικά, η όλη κατασκευή του κομματιού θα κατέρρεε και το κομμάτι μπορούσε να χάσει την ενότητά του. Ο Ραχμάνινοφ χρησιμοποίησε αυτή την προσέγγιση όταν έγινε πιανίστας πλήρους απασχολήσεως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[11].

Βασιζόμενο στις εμφανίσεις του Σαλιάπιν στη Μαμόντοφ, το Θέατρο Μπαλσόι στη Μόσχα τον «έκλεισε» για τακτικές εμφανίσεις από το 1899 ως το 1914. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Σαλιάπιν εμφανιζόταν επίσης τακτικά στην Ιδιωτική `Οπερα Ζίμιν της Μόσχας. Επιπροσθέτως, ήδη από το 1901 ο Σαλιάπιν άρχισε περιοδείες στη Δύση, με ένα ντεμπούτο στη Σκάλα του Μιλάνου εκείνη τη χρονιά που έκανε αίσθηση: έπαιξε τον διάβολο στην όπερα Μεφιστοφελής του Αρρίγκο Μπόιτο, υπό τη διεύθυνση ενός εκ των πλέον δυναμικών μαέστρων όπερας του 20ού αιώνα, του Αρτούρο Τοσκανίνι. Αργότερα, στο τέλος της σταδιοδρομίας του, ο Τοσκανίνι τόνισε ότι ο Ρώσος βαθύφωνος ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο της όπερας με το οποίο είχε ποτέ συνεργασθεί. Ωστόσο, η πρώτη εμφάνιση του Σαλιάπιν στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, το 1907, ξένισε εξαιτίας της χωρίς προηγούμενο ειλικρίνειας και νατουραλισμού της ηθοποιίας του. Επέστρεψε όμως στη «Μετ» το 1921 και τραγούδησε εκεί με τεράστια επιτυχία επί οκτώ έτη. Το 1913 ο δαιμόνιος θεατρικός επιχειρηματίας Σεργκέι Ντιαγκίλεφ γνώρισε τον Σαλιάπιν στο κοινό του Λονδίνου και του Παρισιού, οπότε ο βαθύφωνος άρχισε να δίνει ρεσιτάλ όπου ερμήνευε κυρίως παραδοσιακά ρωσικά δημοτικά τραγούδια, ρεσιτάλ που έτυχαν καλής αποδοχής από το δυτικό κοινό. Ανάμεσα σε αυτά τα λαϊκά τραγούδια ήταν και το Πετέρσκαγια, το οποίο ηχογράφησε με μία ορχήστρα ρωσικών λαϊκών οργάνων που υπήρχε στη Βρετανία, καθώς και το τραγούδι που έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο: Το τραγούδι των βαρκάρηδων του Βόλγα.

Πορτρέτο του Σαλιάπιν από τον Μπαρίς Κουστόντιεφ

Ο Σαλιάπιν έκανε μία περιοδεία στην Αυστραλία το 1926, δίνοντας μία σειρά από ρεσιτάλ που επαινέθηκαν πολύ.

Οι ιδιωτικές υποθέσεις του Σαλιάπιν ήταν σε ακαταστασία εξαιτίας της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία. Αρχικώς ήταν ένας σεβαστός καλλιτέχνης στη νέα, σοβιετική Ρωσία. Ωστόσο, το ασταθές κλίμα που επακολούθησε με τον λιμό και τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, συνδυαζόμενο με τη (σύμφωνα με κάποιες πηγές) δήμευση μέρους της περιουσίας του από τις κομμουνιστικές αρχές[12], τον ώθησε να παραμείνει μονίμως εκτός Ρωσίας μετά το 1921. Ωστόσο, εξακολούθησε να υποστηρίζει ότι δεν ήταν «αντισοβιετικός». Αρχικώς εγκαταστάθηκε στη Φινλανδία και αργότερα στη Γαλλία. Το κοσμοπολίτικο Παρίσι, με τον μεγάλο πλέον πληθυσμό Ρώσων εκπατρισμένων («εμιγκρέδων») έγινε η βάση του και τελικώς ο τόπος θανάτου του. Αυτό δεν τον εμπόδισε από το να επιδιώξει μία διεθνή σταδιοδρομία.

Τον Μάιο του 1931 εμφανίσθηκε στη «Ρωσική σεζόν» που οργάνωσε ο σερ Τόμας Μπήτσαμ στο Lyceum Theatre του Λονδίνου. Εκτός από τον Μπορίς Γκοντουνόφ (αποσπάσματα από τον οποίο ηχογράφησε το 1929-31 και νωρίτερα), έμειναν στη μνήμη οι ερμηνείες του στους ρόλους του Ιβάν του Τρομερού στην όπερα του Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ Η κυρά του Πσκοβ, του Μεφιστοφελή στον Φάουστ, του Δον Κιχώτη στην ομώνυμη όπερα του Ζυλ Μασνέ, και του βασιλιά Φιλίππου στην όπερα Δον Κάρλος του Βέρντι.

Πολλές ρωσικές όπερες, όπως ο Μπορίς Γκοντουνόφ, η Χοβάνστσινα, ο Ιβάν Σουσάνιν, Ο Πρίγκιπας Ιγκόρ και Η νύφη του Τσάρου, έγιναν πολύ γνωστές στον δυτικό κόσμο χάρη στον Σαλιάπιν.

Ο Σαλιάπιν συμμετέσχε και σε μία ομιλούσα κινηματογραφική ταινία, για τον σκηνοθέτη Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, τον Δον Κιχώτη (1933). Η ταινία γυρίστηκε σε τρεις διαφορετικές εκδοχές (γαλλόφωνη, αγγλόφωνη και γερμανόφωνη), όπως συνηθιζόταν κάποτε. Ο Σαλιάπιν πρωταγωνίστησε και στις τρεις, που είχαν το ίδιο σενάριο, σκηνικά και κοστούμια, αλλά διαφορετικούς ηθοποιούς στους δευτερεύοντες ρόλους. Η αγγλική και η γαλλική εκδοχή κυκλοφόρησαν τον Μάιο του 2006 σε 1 DVD. Η ταινία δεν ήταν μία μεταφορά της ομώνυμης όπερας του Μασνέ, αλλά μία δραματική προσαρμογή του μυθιστορήματος του Θερβάντες με μουσική και τραγούδια του Ζακ Ιμπέρ.

Το 1932 ο Σαλιάπιν εξέδωσε απομνημονεύματα υπό τον τίτλο `Ανθρωπος και μάσκα: Σαράντα χρόνια στη ζωή ενός τραγουδιστή.

Η τελευταία παράσταση του Σαλιάπιν έγινε στην όπερα του Μόντε Κάρλο το 1937, στον ρόλο του Μπορίς Γκοντουνόφ. Ο Θεόδωρος Σαλιάπιν πέθανε το επόμενο έτος από λευχαιμία σε νοσοκομείο των Παρισίων. Το 1984 η σορός του μεταφέρθηκε από το Παρίσι στη Μόσχα με μία περίτεχνη τελετή και τάφηκε στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι[13].

Ο ένας από τους γιους του με την αξιόλογη μπαλαρίνα Ιόλα Τορνάγκι, ο Φεοντόρ Σαλιάπιν ΙΙ (1905–1992), είχε μία αξιοσημείωτη σταδιοδρομία ως ηθοποιός σε αμερικανικές και ιταλικές ταινίες, με γνωστότερες τις Moonstruck και Το όνομα του Ρόδου. Και άλλος ένας από τα έξι παιδιά του βαθύφωνου, ο Μπαρίς (1904-1979), ήταν γνωστός καλλιτέχνης-εικονογράφος, που φιλοτέχνησε τα πορτρέτα για 414 εξώφυλλα του περιοδικού Time μεταξύ του 1942 και του 1970.[14]

Ο Σαλιάπιν ως Μεφιστοφελής.

Τιμητικές διακρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • 1902 - Τάγμα του Χρυσού Αστέρος της Μπουχάρα, 3ης τάξεως
  • 1907 - Χρυσός Σταυρός του Πρωσικού Αετού
  • 1914 - Τάγμα του Αγίου Στανισλάβ, 3ης τάξεως (Ρωσία)
  • 1916 - Αξιωματικός του ρωσικού στρατού «τιμής ένεκεν»
  • 1934 - Διοικητής της Λεγεώνας της Τιμής (Γαλλία)

Αυτοβιογραφικά έργα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σαλιάπιν είχε αρχίσει να συγγράφει μία αυτοβιογραφία του από πολύ πρόωρα, στην Κριμαία. Το 1917, ενώ βρισκόταν στη νότια Γαλλία, πιέσθηκε να την ολοκληρώσει από ένα Γάλλο δημοσιογράφο που έλπιζε να τη δημοσιεύσει. Αλλά ο Μαξίμ Γκόρκι, που ήταν στενός φίλος του Σαλιάπιν και ζούσε τότε στο Κάπρι, τον έπεισε να μείνει μαζί του εκεί και με τη βοήθεια γραμματέα κατέγραψε όγκο πληροφοριών, που τα συνέθεσε σε ένα μεγάλο χειρόγραφο, το οποίο εκδόθηκε στη Ρωσία το 1917 με τη μορφή μιας σειράς άρθρων στο περιοδικό Λέτοπις. Στο μεταξύ, ο Σαλιάπιν επεχείρησε να το πουλήσει σε έναν Αμερικανό εκδότη, ο οποίος αρνήθηκε όταν έμαθε ότι είχε ήδη δημοσιευθεί στη ρωσική γλώσσα. Ο Σαλιάπιν διαχώρισε τη θέση του από τον Γκόρκι και συνεργάσθηκε με έναν άλλο επιμελητή, παράγοντας μία νέα εκδοχή του αρχικού κειμένου. Αυτή τυπώθηκε στις ΗΠΑ υπό τον τίτλο Pages of My Life (= Σελίδες της ζωής μου, Harper & Brothers, Νέα Υόρκη 1927), σταματούσε και αυτή στο έτος 1905, και δεν είχε το βάθος, το ύφος και τη ζωντάνια του κειμένου του Γκόρκι. Για αυτό, το 1932 ο Σαλιάπιν εξέδωσε το `Ανθρωπος και μάσκα: Σαράντα χρόνια στη ζωή ενός τραγουδιστή (Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη) με την ευκαιρία της 40ής επετείου της πρώτης του σκηνικής παρουσίας.

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 11955933j. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. «Feodor Ivanovich Chaliapin». (Ολλανδικά) RKDartists. 16258.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  5. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 708. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  6. www.russinitalia.it/dettaglio.php?id=947. Ανακτήθηκε στις 19  Φεβρουαρίου 2024.
  7. Котляров, Ю.· Гармаш, В. (1985). Летопись жизни и творчества Ф.И.Шаляпина. В 2-х книгах. (στα ρώσικα). Л.: Музыка. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  8. Michael Scott: The Record of Singing, τόμος 1 (Duckworth, Λονδίνο 1977), σελ. 223.
  9. Всероссийский реестр музеев. "Камерный шаляпинский зал" Αρχειοθετήθηκε 2009-05-05 στο Wayback Machine.
  10. Schonberg, Virtuosi, σελ. 339.
  11. Norris, New Grove, σελ. 714.
  12. Grazhdanin.com
  13. «Novodevichy Cemetery». Passport Magazine. April 2008. http://www.passportmagazine.ru/article/1099/. Ανακτήθηκε στις 12 September 2013. 
  14. Time magazine covers by Boris Chaliapin Αρχειοθετήθηκε 2009-01-02 στο Wayback Machine. at Time

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]