Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρωσία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρωσία
Preußen
Μέγας θυρεός του βασιλείου της Πρωσίας
Θυρεός
Σημαία του Βασιλείου της Πρωσίας
Σημαία
Τοποθεσία στο Γερμανικό Ράιχ
Το βασίλειο της Πρωσίας
Πρωσία 1866 - 1918,
Γερμανικό Ράιχ 1871 - 1918
 
Πολίτευμα Μοναρχία (1701–1918), Δημοκρατία (1918–)
Αρχηγός κράτους Βασιλιάς (1701–1918)
Δυναστεία Οίκος Χοεντσόλλερν (1415–1918)
Διάρκεια 1701–1947
Έκταση 348.702 τ.χλμ. (1907)
297.007 τ.χλμ. (1920)
Πληθυσμός 41.915.040 (Μάιος 1939)
Πυκνότητα πληθυσμού 141 κάτοικοι / τ.χλμ.
Προέλευση Ελεκτοράτο Βραδεμβούργου
Διάδοχη μορφή διάλυση το 1947
Χάρτης
Η Πρωσία μετά τον Α΄ ΠΠ
Η Πρωσία εντός του Γερμανικού Ράιχ 1920-1938

Η Πρωσία (γερμανικά: Preußen, λατινικά: Borussia, Prussia ή Prutenia, πολωνικά: Prusy, ρωσικά: Пруссия, λιθουανικά: Prūsija) είναι ιστορική περιοχή της Γερμανίας. Μέχρι το 1945, αποτελούσε την πιο εκτεταμένη περιοχή της χώρας, με 13 επαρχίες. Σ' αυτήν ανήκε και η πρωτεύουσα, Βερολίνο. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κατοχικές δυνάμεις αποφάσισαν την απόσπαση του μεγαλύτερου τμήματος του κρατιδίου από τις εσωτερικές γερμανικές περιοχές. Μέρη του ανατολικού τμήματος της Πρωσίας ανήκουν σήμερα στην Πολωνία και στη Ρωσία. Σ' αυτά η γερμανική παρουσία είναι σε μεγάλο βαθμό ασήμαντη, εκτός από την Άνω Σιλεσία όπου ζουν περίπου 130.000 Γερμανοί. Σήμερα, μικρότεροι πληθυσμοί Γερμανών εντοπίζονται στην Ανατολική Πρωσία (συμπ. Γερμανών του Βόλγα) και άλλες περιοχές της Πολωνίας.

Η Πρωσία εκτεινόταν από τα γαλλικά σύνορα ως τα σύνορα με την τότε Ρωσική Αυτοκρατορία. Στο νότο τα σύνορά της σχηματίζονταν από τον ποταμό Μάιν και το Θουριγγικό Δρυμό.

Γεωγραφία και πληθυσμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πρωσία αρχικά ήταν μικρή περιοχή στη σημερινή Μαζουρία της βόρειας Πολωνίας, το Καλίνινγκραντ και η περιοχή Κλάιπεντα της Λιθουανίας. Η περιοχή εποικίστηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από Πρώσους και πιο αργά από Γερμανούς, καθώς επίσης και από Πολωνούς και Λιθουανούς κατά μήκος των παραμεθόριων περιοχών. Πριν από την κατάργησή του, το έδαφος της Πρωσίας περιέλαβε την Παλαιά Πρωσία (Δυτική Πρωσία και Ανατολική Πρωσία), την Πομερανία, το μεγαλύτερο μέρος της Σιλεσίας, το Βραδεμβούργο, τη Λουσατία, την επαρχία της Σαξονίας (σήμερα κρατίδιο Σαξονία-Άνχαλτ στη Γερμανία), του Αννόβερου, του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, της Βεστφαλίας, της Έσσης - Νάσσαου, της Ρηνανίας, και μερικών μικρών μη όμορων περιοχών στο νότο όπως τμήματα της Ελβετίας και Χοεντσόλερν, ο προγονικός οίκος της Πρωσικής βασιλικής οικογένειας. Εντούτοις, υπήρξαν μερικές περιοχές στη βόρεια Γερμανία που δεν έγιναν ποτέ τμήμα της Πρωσίας, όπως το Όλντενμπουργκ, το Μέκλενμπουργκ και οι πόλεις - κράτη της Χανσεατικής Ένωσης.

Αν και η Πρωσία ήταν κυρίως προτεσταντικό γερμανικό κράτος, υπήρξαν σημαντικοί Ρωμαιοκαθολικοί πληθυσμοί στη Ρηνανία και σε διάφορες περιοχές όπως το Πόζεν, η Σιλεσία, η δυτική Πρωσία και Βάρμια της ανατολικής Πρωσίας. Μερικές από αυτές τις καθολικές ανατολικές περιοχές είχαν γερμανικούς πληθυσμούς (όπως η Βάρμια (Warmia) και το Γκλατς (Glatz)), ενώ οι περισσότερες είχαν πληθυσμό πολωνικής καταγωγής (Άνω Σιλεσία, Δυτική Πρωσία, Πόζεν, νότια Ανατολική Πρωσία). Στις περιοχές με μεγάλους πληθυσμούς πολωνικής καταγωγής ζούσαν επίσης Σιλέσιοι και Μαζούροι, δύο εθνότητες με αρκετά μεγάλη συγγένεια με τους Πολωνούς. Η νότια περιοχή της ανατολικής Πρωσίας Μαζουρία (Masuria) αποτελούνταν κατά ένα μεγάλο μέρος από γερμανοποιημένο προτεσταντικό πληθυσμό. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί τα καθολικά νότια γερμανικά κράτη, ειδικά η Αυστρία και η Βαυαρία, αντιστάθηκαν στην Πρωσική ηγεμονία για τόσο πολύ καιρό.

Παρά το συντριπτικά γερμανικό χαρακτήρα της, οι προσαρτήσεις πολωνικού εδάφους της Πρωσίας στους διαμελισμούς της Πολωνίας έφεραν έναν μεγάλο πολωνικό πληθυσμό, που αντιστεκόταν στη γερμανική κυβέρνηση και σε διάφορες περιοχές αποτελούσε την πλειοψηφία (π.χ. επαρχία Πόζεν: 62% Πολωνοί, 38% Γερμανοί). Ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919, η δεύτερη πολωνική Δημοκρατία έλαβε μια μεγάλη μερίδα αυτών των περιοχών, μερικές από τις οποίες είχαν σημαντικές γερμανικές μειονότητες. Σε άλλες περιοχές με σημαντικές μειονότητες Πολωνών (ανατολική Άνω Σιλεσία, νότια Ανατολική Πρωσία) διεξήχθησαν δημοψηφίσματα για να αποφασιστεί η τύχη των περιοχών αυτών. Τον Μάιο του 1939 η Πρωσία είχε ακόμη έκταση 297.007 τ.χλμ. και πληθυσμό 41.915.040 κατοίκων. Λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της πρόσκαιρης εδαφικής επέκτασης της Γερμανίας προς τα ανατολικά, η Πρωσία επεκτάθηκε προσαρτώντας περιοχές της Άνω Σιλεσίας και περιοχές γύρω από την Ανατολική Πρωσία. Ωστόσο, τα μεσοπολεμικά κρατίδια είχαν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τα γκάου.

Θυρεός του Τάγματος των Τευτόνων Ιπποτών

Η ονομασία της προέρχεται από τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν έτσι ονομάζονταν τα μέρη μεταξύ της Πίσω Πομερανίας και της Κουρλάνδης έξω από τα σύνορα της Γερμανικής αυτοκρατορίας. Τα μέρη αυτά αργότερα αντιστοιχούσαν στις επαρχίες της δυτικής Πρωσίας και της ανατολικής Πρωσίας. Από το 1466 μέχρι το 1772, η περιοχή αυτή ήταν χωρισμένη σε δύο τμήματα, το Βασίλειο της Πρωσίας που ήταν κάτω από τη διοίκηση της Πολωνίας, και την περιοχή του Τευτονικού Τάγματος. Μετά το τέλος της Δυναστείας των Πρώσων η περιοχή αυτή το 1618 πέρασε ως κληρονομιά στο πριγκιπάτο του Βρανδεμβούργου. Το 1657 με τη συνθήκη του Βέλαου η περιοχή αυτή αποσπάσθηκε και απόκτησε την ανεξαρτησία της. Ο Πρίγκηπας Φρειδερίκος έγινε μονάρχης της περιοχής.

Το Τευτονικό κράτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1211 ο Ανδρέας Β' της Ουγγαρίας παραχώρησε στους Τεύτονες Ιππότες περιουσία στην Τρανσυλβανία, με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες στην άμυνα της ηγεμονίας του έναντι των επιδρομέων Κουμάνων. Οι Τεύτονες υπήρξαν απείθαρχοι με συνέπεια λίγα χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Β΄ να τους εκδιώξει από την Τρανσυλβανία. Το 1226 προσέλαβε τους Τεύτονες στην υπηρεσία του ο Κορράδος, δούκας της Μαζοβίας, με σκοπό να τον βοηθήσουν να υποτάξει και να προσηλυτίσει τις παγανιστικές φυλές της Πρωσίας. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 60 ετών οι Τεύτονες υπέταξαν τους τοπικούς πληθυσμούς πραγματοποιώντας εκτεταμένες σφαγές και στα υποδουλωμένα εδάφη δημιούργησαν ένα δικό τους κράτος με έδρα το Μαρίενμπουργκ. Ταυτόχρονα με την υποταγή της Πρωσίας οι Τεύτονες κινήθηκαν ανατολικότερα και αφού απορρόφησαν το Λιβονικό Τάγμα του Ξίφους, το οποίο έλεγχε περιοχές της Λιβονίας και της Εσθονίας, εξαπλώθηκαν σε μεγάλο τμήμα της Βαλτικής. Η πορεία τους ανατολικότερα ανακόπηκε το 1242 όταν ηττήθηκαν από τους Ρώσους της Ηγεμονίας του Νόβγκοροντ στη Μάχη των Πάγων. Οι Τεύτονες τα επόμενα χρόνια στράφηκαν κατά των Λιθουανών. Μετά από πολυετείς μάχες ηττήθηκαν τελικά απ’ αυτούς και τους συμμάχους τους Πολωνούς, στη μάχη του Τάννενμπεργκ το 1410. Τα σύνορα μεταξύ της Πρωσίας και της Λιθουανίας καθορίστηκαν τελικά με τη Συνθήκη του Μέουνο, το 1422. Το 1454 πόλεις της Δυτικής Πρωσίας επαναστάτησαν εναντίον του Τευτονικού τάγματος και ζήτησαν τη βοήθεια της Πολωνίας. Μετά από πόλεμο 13 ετών οι Τεύτονες ηττήθηκαν και με τη Δεύτερη συνθήκη ειρήνης του Τορν που υπογράφηκε το 1466 αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν τη Δυτική Πρωσία στην Πολωνία.

Δουκάτο της Πρωσίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1525 ο Μέγας Μάγιστρος του τάγματος, ο Αλβέρτος της Πρωσσίας, του οίκου των Χοεντσόλερν, αφού έγινε Προτεστάντης Χριστιανός, μετέτρεψε τα Τευτονικά εδάφη σε κοσμικό κράτος ιδρύοντας το Δουκάτο της Πρωσίας. Ο Αλβέρτος υπήρξε ο πρώτος Δούκας του. Το Δουκάτο εκτεινόταν σε μία στενή έκταση ανατολικά του Βιστούλα και έδρα του ήταν η Καινιξβέργη. Δύο γενεές αργότερα η Πρωσία ενώθηκε με το Βρανδεμβούργο με αποτέλεσμα τον σχηματισμό του κράτους της Πρωσίας-Βρανδεμβούργου. Η εγγονή του Αλβέρτου της Πρωσσίας Άννα, κόρη του Δούκα Αλβέρτου-Φρειδερίκου παντρεύτηκε τον ξάδελφό της Ιωάννη Σιγισμούνδο του Βρανδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Αλβέρτου-Φρειδερίκου, χωρίς να αφήσει αρσενικούς απογόνους ο Ιωάννης Σιγισμούνδος κληρονόμησε το Δουκάτο της Πρωσίας, ενώνοντάς το με την επικράτεια του Βρανδεμβούργου. Το νέο κράτος περιλάμβανε γεωγραφικά αποκομμένες μεταξύ τους περιοχές από τον Ρήνο μέχρι τη Βαλτική. Κατά την πρώτη φάση του Δεύτερου Βορείου πολέμου (1664-1660) ο δούκας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α΄ έθεσε το δουκάτο κάτω από το στέμμα της Σουηδίας. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθε στο στέμμα της Πολωνίας. Την περίοδο αυτή το Δουκάτο της Πρωσίας αύξησε τον βαθμό αυτονομίας του και έθεσε τις βάσεις της μετατροπής του σε Βασίλειο.

Βασίλειο της Πρωσίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 18 Ιανουαρίου 1701 ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος γιος του Φρειδερίκου του Γ΄ αναβάθμισε την Πρωσία σε Βασίλειο. Ο ίδιος απέφυγε επιθέσεις από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή την Πολωνία λαμβάνοντας τον τίτλο Βασιλιάς στην Πρωσία αντί Βασιλιάς της Πρωσίας. Ο Φρειδερίκος Α΄ που τον διαδέχτηκε στον θρόνο υπήρξε ο δημιουργός της ισχυρής Πρωσίας. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του η Πρωσία επεκτάθηκε αποκτώντας τη μισή Σουηδική Πομερανία, με τη συνθήκη της Στοκχόλμης του 1720. Τον Φρειδερίκο διαδέχτηκε το 1740 ο Φρειδερίκος Β΄ που απέκτησε το προσωνύμιο Μέγας. Τη χρονιά που ανέβηκε στον θρόνο ο Φρειδερίκος τα πρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην αφύλακτη Σιλεσία. Το γεγονός υπήρξε αφορμή για τρεις πολέμους που ονομάστηκαν Σιλεσιανοί. Ο τρίτος Σιλεσιανός πόλεμος υπήρξε μέρος του Επταετή πολέμου που σάρωσε ολόκληρη την Ευρώπη. Στον επταετή πόλεμο ο Φρειδερίκος συμμάχησε με τη Μεγάλη Βρετανία, το Ανόβερο και την Έσση ενώ εναντίον του συνασπίστηκαν η Αυστρία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Σαξωνία. Με το τέλος του πολέμου η Πρωσία κατάφερε να διατηρήσει τη Σιλεσία. Το 1772 η Πρωσία επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο έπειτα από τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας. Η Πρωσία συμμετείχε στους πολέμους της Γαλλικής επανάστασης. Το 1795 υπέγραψε ανακωχή και αποσύρθηκε. Αναμίχθηκε όμως στη συνέχεια στους Ναπολεόντιους πολέμους στους οποίους ηττήθηκε και μετατράπηκε σε κράτος-δορυφόρο της Γαλλίας. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα στη Ρωσία η Πρωσία εισήλθε πάλι στον πόλεμο στον αντιγαλλικό συνασπισμό. Στο Συνέδριο της Βιέννης η Πρωσία ωφελήθηκε αποκτώντας τη Ρηνανία και τη Βεστφαλία. Οι κτήσεις αυτές ήταν ζωτικής σημασία για τη μετέπειτα ισχυροποίηση της χώρας που την κατέστησαν πρωταγωνίστρια της Γερμανικής ενοποίησης.