Μετάβαση στο περιεχόμενο

Να ζει κανείς ή να μη ζει (ταινία, 1942)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να Ζει Κανείς ή Να μη Ζει
ΣκηνοθεσίαΕρνστ Λιούμπιτς
ΠαραγωγήΕρνστ Λιούμπιτς
ΣενάριοΜέλκιορ Λέντζαϊελ
Έντγουιν Τζούστους Μάγιερ
ΠρωταγωνιστέςΚάρολ Λόμπαρντ
Τζακ Μπένι
Ρόμπερτ Στακ
Φίλιξ Μπρέσαρτ
Σιγκ Ρούμαν
ΜουσικήΒέρνερ Χέιμαν
Μίκλος Ρόζα
ΦωτογραφίαΡούντολφ Ματέ
ΜοντάζΝτόροθι Σπένσερ
ΔιανομήUnited Artists και Netflix
Πρώτη προβολήCountry flag 6/3/1942
Κυκλοφορία1942
Διάρκεια99 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ταινία Να ζει κανείς ή να μη ζει (αγγλ. To Be or Not to Be) είναι κωμωδία παραγωγής 1942 σε σκηνοθεσία Ερνστ Λιούμπιτς. Η ταινία διαδραματίζεται την περίοδο της εισβολής των Γερμανών στην Πολωνία και αναφέρεται σε μια ομάδα ηθοποιών που εκμεταλλεύεται τις ικανότητες της μεταμφίεσης και της υποκριτικής προκειμένου να σταματήσουν ένα προδότη, ο οποίος προτίθεται να καταδώσει τα ονόματα των αντιστασιακών στον εχθρό. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Κάρολ Λόμπαρντ, ο Τζακ Μπένι και ο Ρόμπερτ Στακ[1]. Η ταινία προβλήθηκε στους κινηματογράφους δυο μήνες μετά το θάνατο της Λόμπαρντ σε αεροπορικό δυστύχημα[2].

Το 1996 ταινία επιλέχθηκε να φυλαχθεί για διατήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με αιτιολόγηση πως είναι πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική[3].

Αύγουστος 1939, παραμονές της εισβολής των Γερμανών στην Πολωνία. Η Μαρία Τούρα (Κάρολ Λόμπαρντ) και ο σύζυγός Τζόζεφ (Τζακ Μπένι) κάνουν πρόβες με τον θίασό τους στη Βαρσοβία για μια σάτιρα με τίτλο "Γκεστάπο". Η κυβέρνηση αποφασίζει την απαγόρευση της παράστασης υπό τον φόβο να δυσαρεστηθεί ο Xίτλερ και ο θίασος ανεβάζει τελικά τον "Αμλετ" του Σαίξπηρ. Η Μαρία όμως διατηρεί μια κρυφή ερωτική σχέση με τον εμφανίσιμο πιλότο Στανισλάβ (Ρόμπερτ Στακ), με τον οποίο βρίσκεται την ώρα που ο Τζόζεφ ερμηνεύει τον μονόλογο του Αμλετ. Όταν οι ναζί τελικά εισβάλλουν στην Πολωνία, το ερωτικό τρίγωνο μεταλλάσσεται σε κατασκοπικό, με την κοινή αποστολή να σταματήσουν έναν προδότη πριν αυτός καταδώσει ονόματα αντιστασιακών στην Γκεστάπο.

Πληροφορίες παραγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κάρολ Λόμπαρτ, μεγάλη κομεντιέν της δεκαετίας του '30 και σύζυγος του Κλαρκ Γκέιμπλ, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Η Λόμπαρντ, δεν ήταν η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη για το ρόλο της Μαρίας. Ο Λιούμπιτς είχε αρχικά επιλέξει την Μύριαμ Χόπκινς για το ρόλο της Μαρίας, αλλά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η Χόπκινς αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την ταινία, καθώς βρισκόταν στα μαχαίρια με τον Τζακ Μπένι. Η Λόμπαρντ, όταν πληροφορήθηκε για την αποχώρηση της Χόπκινς από την ταινία ζήτησε από το σκηνοθέτη να πάρει τη θέση της, παρά τις αντιρρήσεις του σύζυγού της Κλαρκ Γκέιμπλ[4]. Ο Λιούμπιτς προσέλαβε την Λόμπαρντ, η οποία είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον παιδικό της φίλο Ρόμπερτ Στακ.

Ο Λιούμπιτς είχε στο μυαλό του, τον κωμικό ηθοποιό Τζακ Μπένι, όταν έγραφε τον ρόλο του Γιόζεφ Τούρα. Όταν ο Λιούμπιτς προσέγγισε τον ηθοποιό για να του προσφέρει τον ρόλο, ο Μπένι δέχτηκε αμέσως όντας ικανοποιημένος με το γεγονός ότι του δινόταν η ευκαιρία να συμμετάσχει σε ταινία του μεγάλου εκείνου σκηνοθέτη.

Η ταινία του Λιούμπιτς που γυρίστηκε το 1942, εν καιρώ πολέμου, αποτελεί σήμερα μια από τις γνωστότερες αντιπολεμικές σάτιρες όλων των εποχών, αλλά κατά την προβολή της δεν έλαβε θετική υποδοχή από το κοινό. Ο πανικός και ο τρόμος που είχε εξαπλωθεί σε όλες τις γωνιές της υφηλίου, είχε στερήσει από το κοινό και την αίσθηση του χιούμορ και ήταν δύσκολο για τον ανθρώπινο νου να χωνέψει μια ταινία που διακωμωδεί μια τόσο καταστρεπτική λαίλαπα όπως εκείνη του ναζισμού. Λέγεται ότι ο πατέρας του ηθοποιού Τζακ Μπένι βγήκε από το σινεμά πριν τη λήξη της ταινίας, μη μπορώντας να βλέπει το γιο του ντυμένο με τη στολή των Ναζί. Ο Μπένι τού εξήγησε τη φιλοσοφία της ταινίας και ο πατέρας του την είδε εν τέλει με άλλο μάτι. Οι κριτικοί της εποχής έδωσαν θετικές κριτικές μόνο στην ερμηνεία της Λόμπαρντ και σχολίασαν αρνητικά την ερμηνεία του Μπένι και τη σκηνοθεσία του Λιούμπιτς. Ο Λιούμπιτς υπερασπίστηκε τον εαυτό του δηλώνοντας: «Σε αυτή την ταινία σατίρισα τους Ναζί και την γελοία τους ιδεολογία. Επίσης σατίρισα την συμπεριφορά των ηθοποιών, οι δεν αποβάλουν τη θεατρινίστικη νοοτροπία τους ακόμη και στις πιο επικίνδυνες καταστάσεις. Θεωρώ ότι πίσω από αυτή μου την παρατήρηση κρύβεται η αλήθεια».

Η ιστοσελίδα των κριτικών Rotten Tomatoes δίνει στην ταινία βαθμολογία 97% βασισμένη στις απόψεις 36 ειδικών του κινηματογράφου[5].

Η ταινία γυρίστηκε ξανά το 1983 από τον Μελ Μπρουκς, με εκείνον και την σύζυγό του Αν Μπάνκροφτ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ταινία του Μπρουκς δεν είχε όμως την ίδια απήχηση.

Το 2000 το Ινστιτούτο Αμερικανικού Κινηματογράφου κατέταξε το Να ζει κανείς ή να μη ζει; στη λίστα με τις 50 καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών.

  1. «To Be or Not to Be | BFI | BFI». Explore.bfi.org.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2014. 
  2. «To Be or Not to Be (1942) - Notes». TCM.com. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2014. 
  3. «National Film Registry (National Film Preservation Board, Library of Congress)». Loc.gov. 20 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2014. 
  4. «Detail view of Movies Page». Afi.com. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2014. 
  5. "Rotten Tomatoes"

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]