Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κοκκινοκεφαλάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κοκκινοκεφαλάς
Ενήλικος αρσενικός κοκκινοκεφαλάς
Ενήλικος αρσενικός κοκκινοκεφαλάς
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Λανιίδες (Αετομαχίδες) (Laniidae) [1] [i]
Γένος: Κεφαλάς (Lanius) Linnaeus, 1758 Μ
Είδος: L. senator
Διώνυμο
Lanius senator (Αετομάχος ο συγκλητικός)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Lanius senator badius
Lanius senator niloticus
Lanius senator rutilans
Lanius senator senator

Ο Κοκκινοκεφαλάς είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Λανιιδών (Αετομαχιδών), ένας από τους κεφαλάδες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Lanius senator και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος L. s. senator Linnaeus, 1758,[4] ενώ στην Κύπρο, το L. s. niloticus (Bonaparte, 1853).[5]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [6]

Η επιστημονική ονομασία του γένους Lanius είναι λατινική και για την προέλευσή της υπάρχουν δύο εκδοχές:

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ρίζα είναι η ελληνική λέξη λειανός «λεπτός, λιγνός, ισχνός» (όχι λιανός, διότι δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά εξ ου και τα παράγωγα λειανεύω, λειανίζω, λειανικός, κ.ο.κ.). Η λέξη λειανίζω σημαίνει «κατατεμαχίζω, κατακόπτω» και αναφέρεται κυρίως στο κρέας, εξ ου και η δεύτερη σημασία της «κατασφάζω».[7] Σύμφωνα με τη δεύτερη και πιθανότερη εκδοχή, ρίζα είναι η λέξη lana «μαλλί», από την οποία προέρχεται το ρήμα lanio «κόβω το μαλλί σε μικρά κομμάτια, λανίζω» εξ ου και το ελληνικό «λαναράς».[8][9]

Η λατινική λέξη Lanius, σημαίνει επακριβώς «σφαγέας», «χασάπης», ή «ο πάγκος του χασάπη»,[10][11][12] επομένως, η επιστημονική ονομασία του γένους σχετίζεται άμεσα με τη συνήθεια του πτηνού, όπως και άλλων κεφαλάδων, να σκοτώνουν τη λεία τους και να την καρφώνουν πάνω σε ένα αιχμηρό αντικείμενο -συνήθως μεγάλα αγκάθια- για να τη φάνε με την ησυχία τους ή για να την «αποθηκεύσουν» για αργότερα, όπως κάνουν οι κρεοπώλες με το κρέας που το κρεμάνε σε τσιγκέλια (βλ. Ηθολογία)!.

  • Ταυτόχρονα, δημιουργείται πρόβλημα στην απόδοση στα ελληνικά, τόσο του γένους (Lanius), όσο και της οικογένειας (Laniidae) (βλ. Σημειώσεις) [i]

Ο λατινικός όρος senator στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το senex, -is «γηραιός», [ii] αλλά η μετέπειτα σημασία του ήταν «μέλος της συγκλήτου, συγκλητικός» για τα -γηραιά- μέλη της αρχαίας Ρωμαϊκής Συγκλήτου.[13] Η αναφορά σε σχέση με το πτηνό έχει να κάνει με το κύριο διαγνωστικό του στοιχείο, το κόκκινο χρώμα στο κεφάλι, που παραπέμπει στο αντίστοιχο χρώμα του μανδύα ενός Ρωμαίου συγκλητικού.[14]

Η ίδια αναφορά -στο κόκκινο χρώμα- γίνεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο υπό την ονομασία Lanius Senator (sic) (με τη σημείωση: 1758, ‘’Indiis’’ σφάλμα = Κοιλάδα Ρήνου, Γερμανία). Συγγενεύει, φυλογενετικά, με τον παρδαλοκεφαλά (Lanius nubicus). Εμφανίζει μερικώς διαβαθμιζόμενη (partly clinal) γεωγραφική διαφοροποίηση, με το λευκό χρώμα στην ουρά να αυξάνεται από τους δυτικούς πληθυσμούς προς τους ανατολικούς.[5]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Lanius senator:
Πορτοκαλί = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής,
Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Ο κοκκινοκεφαλάς είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική), αναπαραγόμενο σε περιοχές της Ευρώπης και Δ. Ασίας, ενώ διαχειμάζει στην Αφρική βορείως του ισημερινού και σε μικρή περιοχή της ΝΔ. Αραβίας. Χονδρικά, τα δυτικά όρια της αναπαραγωγικής επικράτειας βρίσκονται στις ακτές του Ατλαντικού (Ιβηρική, Γαλλία) και δια μέσου μιας διακεκομμένης ζώνης στην Κ. Ευρώπη, τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, τα ανατολικά όρια της επικράτειας φθάνουν στον Εύξεινο Πόντο και τη Μικρά Ασία.

Στην Ασία, η καλοκαιρινή ζώνη αναπαραγωγής είναι πολύ μικρή, εκτεινόμενη από την Εγγύς Ανατολή στα δυτικά, μέχρι τη Νότια Κασπία και το Ν. Ιράν στα ανατολικά και μέχρι την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου στα βόρεια.

Η Αφρική αποτελεί αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης, σε μια ευρεία και συμπαγή ζώνη που εκτείνεται από τις ακτές του Ατλαντικού (Σενεγάλη, Μαυριτανία, Γουινέα) στα δυτικά και, δια μέσου όλων των -βορείως του ισημερινού- δασικών περιοχών, φθάνει στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας στα ανατολικά, ενώ νότια εκτείνεται μέχρι τη Λίμνη Βικτωρία, περίπου.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Lanius senator badius Νησιά Δ. Μεσογείου (Βαλεαρίδες, Κορσική, Σαρδηνία Δ και ΒΚ Αφρική Στερείται των μεγάλων λευκών περιοχών στις πτέρυγες, ενώ έχει λιγότερο μαύρο στο κεφάλι, σε σχέση με το 4. Ενδημικό στα νησιά
2 Lanius senator niloticus ΝΚ και Α Τουρκία, Κύπρος, Εγγύς Ανατολή, Β Ιράκ, ανατολικά προς Ιράν (Όρη Ζάγκρος, πιθανόν Ελμπούρζ) ΒΑ και Α Αφρική, ΝΔ Αραβία Μεγαλύτερο από το 4, με πιο ευρείες λευκές περιοχές στις πτέρυγες, λευκή βάση στα πηδαλιώδη φτερά της ουράς και περισσότερο μαύρο στο κεφάλι
3 Lanius senator rutilans Ιβηρική (εκτός Β Ισπανίας) και ΒΔ Αφρική (από ατλαντικές ακτές Μαρόκου ανατολικά προς Β Τυνησία, ΒΔ και ΒΑ Λιβύη, νότια μέχρι τις νότιες πλαγιές του Αντιάτλαντα και τον Μέσο και Υψηλό Άτλαντα Δ Αφρική Έχει μικρότερες πτέρυγες από το 4
4 Lanius senator senator Β Ισπανία, Κ και Ν Γαλλία, ανατολικά προς Σικελία και Ελλάδα, ακτές Βαλκανίων προς Ν Βουλγαρία και Δ Μικρά Ασία, σποραδικά σε Κ Ευρώπη (Ελβετία, ΝΔ Γερμανία, ΝΑ Πολωνία, ΝΔ Σλοβακία Δ και ΒΚ Αφρική

Πηγές:[5][15][16]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοκκινοκεφαλάς είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος μεγάλων αποστάσεων, ερχόμενο στην ευρωπαϊκή και ασιατική επικράτεια τα καλοκαίρια για να αναπαραχθεί, ενώ διαχειμάζει αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο και σε τμήμα της ΝΔ. Αραβικής Χερσονήσου. Η κύρια περιοχή διαχείμασης είναι βόρεια του ισημερινού, στη ζώνη δάσους-βροχής, μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα.

Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται, πιθανότατα, σε ευρύ μέτωπο με νότια-νοτιοδυτική κατεύθυνση, σε μικρότερους αριθμούς από ό,τι την άνοιξη, που προφανώς οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μονοκόμματη, χωρίς ανάπαυλα, πτήση. Η εαρινή μετανάστευση είναι εμφανής σε όλη τη Β. Αφρική και τη Μεσόγειο, και γίνεται πιο αργά, κάτι που πιθανώς συμβάλλει στην εντύπωση της εποχικής διαφοράς στους αριθμούς των πληθυσμών.[17]

Οι ευρωπαϊκοί αναπαραγωγικοί πληθυσμοί αφήνουν τα εδάφη φωλιάσματος κυρίως στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου (συνολικά από τον Ιούλιο έως τις αρχές Οκτωβρίου), με τους ενήλικες να φεύγουν πριν τα νεαρά άτομα. Καταφθάνουν στις αφρικανικές θέσεις διαχείμασης από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο, με κορύφωση τον Σεπτέμβριο. Η εαρινή αποδημία είναι αρκετά παρατεταμένη και πραγματοποιείται από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο. Το πέρασμα πάνω από τη Μεσόγειο είναι από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου, με τον κύριο όγκο να καταφθάνει στις βόρειες περιοχές αναπαραγωγής περί τα μέσα Μαΐου.[17]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ιρλανδία και τη Νορβηγία, το Αφγανιστάν και τις Σεϋχέλλες.[18]

  • Στην Ελλάδα, ο κοκκινοκεφαλάς απαντά ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό (βόρεια και κεντρική χώρα), αλλά και ως διαβατικός επισκέπτης κατά τις δύο μεταναστεύσεις (νότια).[19] Από την Κρήτη αναφέρεται ως καλοκαιρινός επισκέπτης [20] και από την Κύπρο ως καλοκαιρινός επισκέπτης και διαβατικό πτηνό.[21]
Τυπικός οικότοπος του κοκκινοκεφαλά

Το είδος αναπαράγεται στη δυτική Παλαιαρκτική σε μεσαία και υπο-μεσαία γεωγραφικά πλάτη, κυρίως στη μεσογειακή κλιματική ζώνη, αλλά στα δυτικά εκτείνεται στην εύκρατη ζώνη και στα νοτιοανατολικά στη στέπα και την έρημο. Γενικά προτιμάει την πεδιάδα και τις χαμηλότερες πλαγιές σε μεγάλες ανοικτές κοιλάδες, οπότε απαιτεί αρκετά ψηλά δέντρα, που θα πρέπει να είναι κανονικά διεσπαρμένα, με αρκετό χώρο μεταξύ των χαμηλοτέρων κλάδων και το έδαφος, το οποίο θα πρέπει να είναι είτε γυμνό, αμμώδες είτε με αραιή, κοντή βλάστηση.[22]

Επίσης, παρατηρείται σε δέντρα κατά μήκος οδών, στα δασοόρια κοντά σε καλλιέργειες και σε πάρκα ή φυσικούς φράκτες με μεγάλους, αγκαθωτούς θάμνους.[17]

  • Στην Ελλάδα, ο κοκκινοκεφαλάς απαντά σε κάθε τύπο ανοικτού, πεδινού τερέν, με διάσπαρτα δένδρα και θάμνους, όπως ελαιώνες, οπωρώνες και ανοικτές δασικές εκτάσεις με βελανιδιές και χαλέπιο πεύκη. Επίσης, σε πρόποδες λόφων και πεδινές παράκτιες θέσεις.[23]

Γενικά, ο κοκκινοκεφαλάς είναι μεσαίου μεγέθους, κάπως «στρουμπουλό» στρουθιόμορφο, με «τετραγωνισμένο» κεφάλι [24] και έντονα χρώματα, που εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό, με μικρές εποχικές διαφοροποιήσεις.

Το αρσενικό έχει τη «μάσκα» -που αποτελείται από το κέντρο του μετώπου, το εμπρόσθιο τμήμα του στέμματος, το κάτω μέρος των χαλινών, την περιοχή γύρω από τους οφθαλμούς και τα άνω ωτικά καλυπτήρια- μαύρη. Το υπόλοιπο στέμμα και ο τράχηλος έχουν έντονο καστανοκόκκινο χρώμα που κάνει έντονη αντίθεση με τη μαύρη «μάσκα» του προσώπου.

Το πάνω μέρος του μανδύα είναι ανοικτό καφέ, ενώ ο κυρίως μανδύας είναι καφέ-μαύρος και τα φτερά της ωμοπλάτης έχουν κρεμ-λευκό χρώμα που συνεχίζεται στις άνω πλευρές των πτερύγων ως χαρακτηριστική, ευρεία λευκή περιοχή. Η ράχη είναι γκρίζα, το ουροπύγιο και τα άνω καλυπτήρια της ουράς, λευκά. Η ίδια η ουρά είναι μαύρη, αλλά με λευκά εξωτερικά πηδαλιώδη φτερά, όχι πάντοτε εμφανή. Οι πτέρυγες είναι καφέ-μαύρες, με αρκετά ευρύ, λευκό «μπάλωμα» κατά μήκος της βάσης των πρωτευόντων ερετικών και, επίσης, λευκές άκρες στα δευτερεύοντα και τριτεύοντα ερετικά φτερά.

Ενήλικος θηλυκός κοκκινοκεφαλάς

Το θηλυκό μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, με το αρσενικό αλλά τα πλαϊνά της «μάσκας» δεν εμφανίζουν τόσο έντονο μαύρο χρώμα που πλησιάζει, μάλλον, το ανοικτό καφέ. Επίσης, ο μανδύας είναι γκρίζος-καφέ και δεν κάνει έντονη αντίθεση με το ουροπύγιο, όπως στο αρσενικό.

Τα νεαρά άτομα διαφέρουν αρκετά από τους ενήλικες, καθώς εμφανίζουν έντονες «κεραμιδοειδείς» γραμμώσεις στο, κατά τα άλλα, καφεγκρίζο ομοιόμορφο πτέρωμα.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (17-) 18 έως 19 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 25 έως 27 εκατοστά
  • Βάρος: 21 έως 59 γραμμάρια (35 γραμμάρια κατά μέσον όρο)

(Πηγές:[17][19][22][24][25][26][27][28][29][30][31])

Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα είδη κεφαλάδων, οι κοκκινοκεφαλάδες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με μεγάλα έντομα, όταν αυτά είναι διαθέσιμα. Άλλα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά λαμβάνονται μόνο περιστασιακά και σε μικρότερες ποσότητες. Μεγάλα σκαθάρια, ακρίδες, τζιτζίκια και τριζόνια είναι τα κύρια συστατικά της διατροφής τους. Ανάμεσα στα σκαθάρια, συλλαμβάνονται ακόμη και τα είδη εκείνα που, για να προστατεύσουν τον εαυτό τους, εκκρίνουν τοξικές ουσίες και αποφεύγονται από πολλά αρπακτικά.[32] Επίσης, καταναλώνονται μυρμήγκια, πεταλούδες και οι κάμπιες τους, Υμενόπτερα και Ημίπτερα.

Σε μεγάλη έλλειψη εντόμων οι κοκκινοκεφαλάδες τρώνε Γαστερόποδα, Δακτυλιοσκώληκες, Μυριάποδα και Αραχνίδια. Σπονδυλωτά, όπως ποντίκια, μικρά ωδικά πουλιά, σαύρες ή βατράχια ανήκουν στο φάσμα διατροφής, αλλά συλλαμβάνονται μόνο περιστασιακά και όταν υπάρχει ανεπάρκεια στα κύρια θηράματα. Κατ' εξαίρεσιν, λαμβάνεται φυτικό υλικό, όπως μούρα και καρποί Prunus, Περιστασιακά, παρατηρείται κλεπτοπαρασιτισμός.[33]

Τεχνικές θήρευσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοκκινοκεφαλάς είναι, πρωτίστως, κυνηγός ενέδρας. Κάθεται σε πόστο επόπτευσης του χώρου, λίγα μέτρα από το έδαφος, κάποιον θάμνο, φράχτη ή συρματόπλεγμα και περιμένει το θήραμα. Σχεδόν τα 2/3 [34] όλων των επιτυχημένων επιθέσεων διενεργούνται με αυτή τη μέθοδο. Βέβαια, μπορεί να καταδιώξει τη λεία και με τα πόδια, ειδικά τα μυρμήγκια και άλλα έντομα που βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στο έδαφος, αλλά και με τον τρόπο που κάνουν οι μυγοχάφτες στον αέρα για τα ιπτάμενα έντομα. Τα μικρότερα θηράματα καταπίνονται αμέσως, ενώ τα μεγαλύτερα, τμηματικά. Τα έντομα με κεντρί όπως οι σφήκες ή οι μέλισσες, συνήθως εξαντλούνται με διαδοχικές ρίψεις από το θώρακα πάνω σε σκληρές επιφάνειες και, στη συνέχεια, γίνονται προσπάθειες με σκληρό τρίψιμο να αφαιρεθεί το κεντρί υπό πίεση.

Οι κοκκινοκεφαλάδες είναι ημερόβια πτηνά, με τη δραστηριότητά τους να αρχίζει πριν από την ανατολή του ηλίου και να τελειώνει με το ηλιοβασίλεμα. Συχνά, κάθονται σε εκτεθειμένα σημεία του ζωτικού τους χώρου αλλά, αργότερα, μπορεί να έχουν κρυπτική συμπεριφορά και να είναι δυσδιάκριτοι. Άλλωστε, παραμένουν συνολικά περισσότερο χρόνο στην κάλυψη των θάμνων και δέντρων από τους άλλους κεφαλάδες.[24]

Οι κοκκινοκεφαλάδες αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα, ήδη από το πρώτο έτος της ηλικίας τους και θεωρούνται μονογαμικά πτηνά. Τα ζευγάρια μπορεί να σχηματίζονται ήδη από το μεταναστευτικό σμήνος και, συχνά, αρχίζουν τη διαδικασία φωλιάσματος αμέσως μετά την άφιξή τους στα εδάφη αναπαραγωγής. Μερικά αρσενικά καταφθάνουν πρώτα και ακολουθούν τα θηλυκά μετά από 5 ημέρες, περίπου. Αυτά, αναζητούν ταίρι και επιδίδονται σε τελετουργικά ερωτοτροπίας.

Ανάλογα με το οικοσύστημα αναπαραγωγής, η θέση της φωλιάς επιλέγεται σε ένα δένδρο ή έναν θάμνο, συνήθως σε εξωτερικό κλαδί.[35] Στο νότιο τμήμα της Γαλλίας, για παράδειγμα, προτιμώνται οι κέδροι, οι αριές (Quercus ilex) και οι ασπροβελανιδιές (Q. pubescens).[36] Στις ανατολικές επικράτειες προτιμώνται οι φιστικιές, ενώ στην Κ. Ευρώπη, οπωροφόρα δέντρα, κυρίως μηλιές [25] και αχλαδιές, λόγω της πρώιμης φυλλοφορίας τους.[37]

Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους, με πολύ καλή πλευρική κάλυψη από κλαδιά, κατά μέσο όρο, 1μ. από το έδαφος. Περιστασιακά, μπορεί να είναι σχεδόν στο επίπεδο του εδάφους και, σε σπάνιες περιπτώσεις, σε μεγάλα ύψη των 15-20 μ. από το έδαφος.[38] Η φωλιά είναι μια συμπαγής, κυπελοειδής κατασκευή από διάφορα φυτικά στελέχη. Συχνά, χρησιμοποιούνται πόες του γένους Filago και, συνήθως, όχι ξυλώδη υλικά. Το εσωτερικό της επιστρώνεται με λεπτά υλικά όπως τρίχες, μαλλί, φτερά ή πάππους της οικογενείας Compositae. Η διάμετρος της φωλιάς είναι 11-14 εκατοστά, με το εσωτερικό 7-8 εκ. περίπου.[37]

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ, αλλά δεύτερη φορά συνηθίζεται στους πληθυσμούς της Β. Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής. Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 έως 6 (7-9) υποελλειπτικά και γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 22,8 Χ 16, 9 χιλιοστών.[35] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 3ου ή 4ου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 16-18 ημέρες, περίπου. Όλο αυτό το διάστημα, η φωλιά εφοδιάζεται από το αρσενικό.

Νεαρός κοκκινοκεφαλάς

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί και ανήμποροι και, χρήζουν άμεσα της προστασίας των γονέων. Σιτίζονται για 9 ημέρες από το θηλυκό, οπότε έχουν αποκτήσει το πρώτο, υποτυπώδες πτέρωμα. Πτερώνονται στις (15-) 19 έως 20 ημέρες και φεύγουν από τη φωλιά, αλλά δεν είναι ακόμη έτοιμοι να πετάξουν. Τουλάχιστον για 3 εβδομάδες ακόμη τρέφονται από τους γονείς τους, πριν αρχίσουν να κυνηγούν οι ίδιοι τη λεία τους.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιον σοβαρό κίνδυνο και η IUCN το κατατάσσει ως «Ελαχίστης Ανησυχίας» (LC). [18]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοκκινοκεφαλάς είναι ο πιο διαδεδομένος από τους κεφαλάδες της χώρας, αν και πιο ολιγάριθμος από τον αετομάχο. Απαντά σε όλα τα ηπειρωτικά και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, από το υψόμετρο της θάλασσας μέχρι τα 500 μ., αλλά μπορεί να παρατηρηθεί στα 1.000 μ. στα ηπειρωτικά και μέχρι τα 1.300 μ. στην Κρήτη.[23]

Η εαρινή έλευση αρχίζει από τα τέλη Μαρτίου και κορυφώνεται στα μέσα Απριλίου, ενώ η φθινοπωρινή αποδημία αρχίζει ήδη από τα τέλη Ιουλίου. Οι ενήλικες σπανίζουν μετά τα μέσα Αυγούστου και μόνον μερικά νεαρά άτομα παρατηρούνται μετά τις αρχές Σεπτεμβρίου.[39] Πάντως, τα στοιχεία για το είδος εξακολουθούν να παραμένουν ελλιπή (ΝΕ).[40]

Στον ελλαδικό χώρο o Κοκκινοκεφαλάς απαντά και με τις ονομασίες Αητόμαχος, Βαροκέφαλος (Κρήτη), Δαγκόλιαρος, Δάγκος (Μάνη), Δακνάς, Λιάρος (Ηλεία), Μαυρομάτης, Μπουνούκι (Ευρυτανία), Τσακτσιάς [41] και Κοτσινοτζεφαλάς (Κύπρος).[42]

i. ^ Η απόδοση στην ελληνική γλώσσα της λέξης Lanius δημιουργεί προβλήματα στην ορολογία του γένους. Η ακριβής μετάφραση είναι «χασάπης» (βλ. Ονοματολογία) και, φαίνεται ότι δεν επικράτησε αυτός ο όρος για λόγους λεκτικής «αισθητικής». Έτσι, το γένος αποδίδεται ως Αετομάχος που, όμως, είναι παντελώς τεχνητή, διότι ουδεμία σχέση έχει με τη λατινική ονομασία. Όμως, δεν υπάρχει κάποια άλλη ελληνική λόγια ονομασία που να είναι προτιμητέα -πλην της γενικής ονομασίας Κεφαλάς, βέβαια. Τα ίδια προβλήματα δημιουργούνται και με την απόδοση στα ελληνικά της οικογένειας Laniidae, οπότε κατ’ αντιστοιχίαν με το Αετομάχος, γίνεται αναγκαστική απόδοση ως Αετομαχίδες.[1][43] [i] Ωστόσο, παρόλο που η ονομασία Λάνιος για το γένος δεν φαίνεται να μπορεί να επικρατήσει, η ονομασία Λανιίδες για την οικογένεια, μπορεί άνετα να «σταθεί» δίπλα στην τεχνητή.

ii. ^ Eξ ου και η σημερινή ονομασία «γερουσιαστής»

  1. 1,0 1,1 Όντρια, σ. 182
  2. Howard & Moore, p. 481
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=560732
  4. Howard & Moore, p. 480
  5. 5,0 5,1 5,2 http://ibc.lynxeds.com/species/woodchat-shrike-lanius-senator
  6. http://www.iucnredlist.org/details/full/22705095/0
  7. ΠΛΜ, 38:432
  8. Valpy, p. 219
  9. Μπαμπινιώτης, σ. 990
  10. Valpy, p. 141
  11. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0060:entry=laniena&highlight=lanius
  12. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=excubitor[νεκρός σύνδεσμος]
  13. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=senatus[νεκρός σύνδεσμος]
  14. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob15230.htm[νεκρός σύνδεσμος]
  15. Howard and Moore, p. 481
  16. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2015. 
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 planetofbirds.com
  18. 18,0 18,1 http://www.iucnredlist.org/details/22705095/0
  19. 19,0 19,1 Όντρια, σ. 183
  20. Σφήκας, σ. 72
  21. Σφήκας, σ. 90
  22. 22,0 22,1 Mullarney et al. p. 356
  23. 23,0 23,1 Handrinos & Akriotis, p. 277-8
  24. 24,0 24,1 24,2 Bruun, p. 210
  25. 25,0 25,1 Singer, p. 333
  26. Heinzel et al, p. 318
  27. Flegg, p. 212
  28. Perrins, p. 186
  29. Scott & Forrest, p. 206
  30. http://www.ibercajalav.net
  31. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2015. 
  32. HBV, p. 1363
  33. Harris & Franklin, p. 183
  34. Schaub
  35. 35,0 35,1 Harrison, p. 234
  36. Isenmann & Fradet
  37. 37,0 37,1 Panow, p. 177
  38. HBV, p. 1355
  39. Handrinos & Akriotis, p. 278
  40. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 341
  41. Απαλοδήμος, σ. 37
  42. http://avibase.bsc-eoc.org/
  43. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2015. 
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Cramp S, Perrins CM (1993) Handbook of the Birds of Europe, the Middle East and North Africa. The Birds of the Western Palearctic, vol. VII. Flycatchers to Shrikes. Oxford: Oxford University Press.
  • Harris Tony & Kim Franklin: Shrikes & Bush-Shrikes. Helm identification Guides, London 2000: S. 180–184; Tafel 8, ISBN 0-7136-3861-3
  • Isenmann Paul und Guillaume Fradet: Is the nesting association between the Orphean Warbler (Sylvia hortensis) and the Woochat Shrike (Lanius senator) an anti-predator oriented mutualism? In: Journal für Ornithologie 136, 1995: S. 288–291
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/ (Accessed: August 2015
  • Panow E. N.: Die Würger der Paläarktis, Die neue Brehm-Bücherei, A. Ziemsen, Wittenberg Lutherstadt 1983, ISBN 3-89432-495-3
  • Schaub Michael: Jagdverhalten und Zeitbudget von Rotkopfwürgern Lanius senator in der Nordwestschweiz. In: Journal für Ornithologie 137, 1996: S. 213–227
  • Urs N. Glutz von Blotzheim, K. M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas (HBV). Band 13/II, Passeriformes (4. Teil): Sittidae – Laniidae, AULA-Verlag, Wiebelsheim 1993/2001, ISBN 3-923527-00-4
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»