Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάστρο του Μάλμπορκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάστρο του Μάλμπορκ
Zamek w Malborku (Πολωνικά)
Άποψη του Κάστρου του Μάλμπορκ από την απέναντι όχθη του ποταμού Νογκάτ.
Χάρτης
ΤοποθεσίαΜάλμπορκ, Πολωνία
Συντεταγμένες54°02′23″N 19°01′40″E / 54.03972°N 19.02778°E / 54.03972; 19.02778Συντεταγμένες: 54°02′23″N 19°01′40″E / 54.03972°N 19.02778°E / 54.03972; 19.02778
Ανέγερση13ος αιώνας
Επίσημη ονομασία: Κάστρο του Τευτονικού Τάγματος στο Μάλμπορκ
ΕίδοςΠολιτισμικό
Κριτήριαii, iii, iv
Ορισμός1997 (21η συνεδρίαση)
Διακριτικός κώδικας847
Χώρα Μέλος Πολωνία
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Χάρτης

Το Κάστρο του Μάλμπορκ (πολωνικά: zamek w Malborku, γερμανικά: Ordensburg Marienburg) είναι κάστρο, που κατασκευάστηκε στην τότε Πρωσία, σημερινή Πολωνία, από τους Τεύτονες Ιππότες. Οι Τεύτονες του έδωσαν το όνομα Μάριενμπουργκ (κάστρο της Παναγίας), γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε μια πόλη, γνωστή ως Μάριενμπουργκ, το σημερινό Μάλμπορκ.

Το κάστρο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεσαιωνικού οχυρού και όταν ολοκληρώθηκε το 1406, ήταν το μεγαλύτερο πλίνθινο κάστρο στο κόσμο.[1] Σήμερα θεωρείται το μεγαλύτερο σε εμβαδόν κάστρο του κόσμου.[2] Η UNESCO το ανακήρυξε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς το 1997 με τον τίτλο «Κάστρο του Τευτονικού Τάγματος στο Μάλμπορκ». Είναι ένα από τα δύο μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς στη περιοχή, τα οποία σχετίζονται με τους Τεύτονες Ιππότες, με το άλλο να είναι η Μεσαιωνική Πόλη του Τόρουν, η οποία δημιουργήθηκε το 1231 ως το Κάστρο του Τόρουν.

Το κάστρο κατασκευάστηκε από το Τευτονικό Τάγμα μετά την κατάκτηση της Παλαιάς Πρωσίας. Στόχος του τάγματος ήταν να ισχυροποιήσει τον έλεγχό του στην περιοχή, μετά την καταστολή της πρωσικής εξέγερσης των φυλών της Βαλτικής το 1274. Δεν σώζεται κάποιο έγγραφο της εποχής σχετικά με την κατασκευή του κάστρου, και έτσι οι φάσεις κατασκευής του κάστρου έχουν εξεταστεί μέσα από τη μελέτη της αρχιτεκτονικής και των διοικητικών αρχείων του Τάγματος και άλλων ιστοριών. Η κατασκευή διήρκησε μέχρι το 1300, υπό την επίβλεψη του διοικητή Χάινριχ φον Βίλνοβε.[3] Το κάστρο βρίσκεται στη νοτιοανατολική όχθη του ποταμού Νόγκατ, στο δέλτα του Βιστούλα. Ονομάστηκε Μάριενμπουργκ από την Παναγία, πολιούχο του Τάγματος.

To Μάριενμπουργκ έγινε σημαντικότερο μετά την κατάκτηση του Γκντανσκ (Ντάντσιχ) και της Πομερανίας το 1308, όταν το διοικητικό κέντρο του τάγματος μεταφέρθηκε από το Έλμπινγκ (σήμερα Έλμπλονγκ) στο Μάριενμπουργκ. Ο Μέγας Μαγίστρος του Τάγματος, Ζίγκφριντ φον Φόιχτβαγκεν, οποίος έφτασε στο Μάριενμπουργκ από τη Βενετία, ανέλαβε την επόμενη φάση κατασκευής του φρουρίου.[3]

Εσωτερική αυλή του κάστρου, με σιδερένιους στρατιώτες.

Το κάστρο επεκτάθηκε πολλές φορές για να στεγάσει τους αυξανόμενους αριθμούς των Ιπποτών. Σύντομα έγινε το μεγαλύτερο οχυρωμένο γοτθικό κτίριο στην Ευρώπη, με έκταση 21 εκτάρια, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο του Ουίντσορ. Η έκταση που έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς είναι 18,038 εκτάρια.[4] Το κάστρο διαθέτει πολυάριθμες υποδιαιρέσεις και επίπεδα αμυντικών τειχών. Αποτελείται από τρία ξεχωριστά κάστρα, το Άνω, Μέσο και Κάτω κάστρο, τα οποία χωρίζονται από ξηρές τάφρους και πύργους. Το κάστρο κάποτε στέγαζε περίπου 3.000 «αδελφούς». Η θέση του κάστρου στον ποταμό Νόγκατ επέτρεπε την εύκολη πρόσβαση των εμπορικών πλοίων, που έρχονταν από τον Βιστούλα και τη Βαλτική Θάλασσα, ενώ παράλληλα συνέλεγαν κόμιστρα από τα διερχόμενα πλοία, όπως έπρατταν και τα άλλα κάστρα κατά μήκος του ποταμού, και έλεγχαν το εμπόριο κεχριμπαριού. Η πόλη έγινε μέλος της Χανσεατικής Ένωσης.

Το 1410, μετά τη νίκη τους στη Μάχη του Γκρούνβαλντ, ο στρατός του Βλαδίσλαου Β΄ Γιαγκέλο και του Βιτάουτας πολιόρκησε ανεπιτυχώς το κάστρο. Παρά τη συντριπτική ήττα των Τευτόνων στη μάχη του Γκρούνβαλντ, η αργή μετακίνηση του στρατού έδωσε χρόνο στον Χάινριχ φον Πλάουεν να προετοιμαστεί για την πολιορκία και έτσι ο αντίπαλος στρατός, ο οποίος δεν ήταν προετοιμασμένος για μακροχρόνια πολιορκία, αναγκάστηκε να λύσει τη πολιορκία μετά από μερικούς μήνες.

Το 1456, κατά τη διάρκεια του Δεκατριαετούς Πολέμου, το Τάγμα, το οποίο αντιμετώπιζε την αντίθεση των πόλεών του να πληρώσουν αυξημένους φόρους, ώστε να καλυφθούν οι πολεμικές αποζημιώσεις με τον πόλεμο ενάντια στη Πολωνία, είχε βρεθεί σε οικονομικό τέλμα. Έτσι, ο Πολωνός στρατηγός Στρίμπορ ντε Πόνιεκ οργάνωσε μια νέα εκστρατεία ενάντια στους Τεύτονες. Μαθαίνοντας ότι οι μισθοφόροι του Τάγματος δεν είχαν πληρωθεί, ο Στρίμπορ τους έπεισε να φύγουν και μετά τους προσέλαβε με χρήματα, που μάζεψε το Ντάντσιγκ.[5] Μετά την αποχώρηση των μισθοφόρων, ο βασιλιάς Καζίμιρ Δ΄ της Πολωνίας εισήλθε θριαμβευτικά στο κάστρο το 1457. Ο δήμαρχος της πόλης γύρω από το κάστρο, Βαρθολομαίος Μπλουμ, αντιστάθηκε στις πολωνικές δυνάμεις για τρία ακόμη χρόνια, μέχρι που οι Πολωνοί τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν το 1460.[6] Ένα μνημείο για τον Μπλουμ ανεγέρθηκε το 1864.[7]

Το 1466, το κάστρο και η πόλη γύρω του έγιναν τμήμα της βασιλικής Πρωσίας, επαρχίας της Πολωνίας. Ήταν μία από τις πολλές βασιλικές κατοικίες, μέχρι τον διαμελισμό της Πολωνίας το 1772. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Άνω κάστρο ήταν η αποθήκη του κάστρου και η μεγάλη τραπεζαρία ήταν αίθουσα χορού και άλλων βασιλικών διοργανώσεων. Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, οι σουηδικές δυνάμεις κατέλαβαν το κάστρο το 1626 και το 1629.

Το κάστρο στα τέλη του 19ου αιώνα.

Μετά τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας το 1772 από τη Ρωσία και την Πρωσία, η πόλη έγινε τμήμα του Βασιλείου της Πρωσίας, στην επαρχία της Δυτικής Πρωσίας. Εκείνη τη περίοδο, το ελαφρώς παραμελημένο κάστρο χρησιμοποιήθηκε ως ορφανοτροφείο και στρατώνας του Πρωσικού Στρατού. Το 1794, ο Ντάβιντ Γκίλι, Πρώσος αρχιτέκτονας, πραγματοποίησε στατική μελέτη στο κάστρο, για να αποφασίσει για τη μελλοντική του χρήση ή αν έπρεπε να κατεδαφιστεί. Ο γιος του, Φρίντριχ Γκίλι, δημιούργησε πολλά χαρακτικά του κάστρου, τα οποία παρουσίασε σε έκθεση στο Βερολίνο. Μέσω αυτών των χαρακτικών, το Πρωσικό κοινό «ανακάλυψε» το κάστρο και την ιστορία των Τευτόνων Ιπποτών.[8]

Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, ο στρατός χρησιμοποίησε το κάστρο ως νοσοκομείο και οπλαποθήκη. Μετά τον πόλεμος της έκτης συμμαχίας, το κάστρο έγινε σύμβολο της πρωσικής ιστορίας και εθνικής συνείδησης. Η ανακαίνιση του κάστρου άρχισε το 1816.[9] Η ακαδημία πολεμικού ναυτικού στο Φλένσμπουργκ κτίστηκε με πρότυπο το κάστρο.[10] Η ανακαίνιση συνεχίστηκε σε διάφορα στάδια, μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[11] Με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι Ναζί χρησιμοποίησαν το κάστρο ως προορισμό ετήσιου προσκυνήματος για τη Νεολαία Χίτλερ και την Ένωση Γερμανίδων Κοριτσιών. Το κάστρο ήταν πρότυπο για τα κάστρα του τρίτου Ράιχ.[12]

Στον Β΄ Παγκόσμιο, περισσότερο από το μισό κάστρο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των μαχών στην περιοχή. Μετά τον πόλεμο, το κάστρο έγινε τμήμα της Πολωνίας.

  1. Emery 2007, σελ. 139
  2. Malbork Castle (with an area of 143,591 square meters), the largest castle in the world by KML Area Calculator. Touropia, the Travel List Website: "10 Largest Castles in the World." Accessed 6 April 2011.
  3. 3,0 3,1 Emery 2007, σελ. 143
  4. "Castle of the Teutonic Order in Malbork", WHC-08/32.COM/8D, UNESCO, Paris, 22 May 2008.
  5. http://www.poniec.net/index.php?option=com_content&task=view&id=26&Itemid=45, As per Antoni Eckstein, History of Poniec, published in "Roczniki Historyczne", v.II, p.92 of IH PAN (Institute of History, Polish Academy of Science), 1926
  6. Matthias Weber (2003). Preußen in Ostmitteleuropa: Geschehensgeschichte und Verstehensgeschichte. Oldenbourg Verlag. σελ. 193. ISBN 978-3-486-56718-2. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2012. [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Altpreussische Monatsschrift. Ανακτήθηκε στις 12 Μαρτίου 2013. 
  8. Boockman 1992, σελ. 344
  9. C. Steinbrecht, Schloss Marienburg in Preussen, Berlin, 1894
  10. Flensburger Tageblatt 100 Jahre Marineschule : Das rote Schloss des deutschen Kaisers
  11. Boockman 1992, σελίδες 36–40
  12. Shirer 1960, σελίδες 255–256

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]