Γαλαζοκότσυφας
Γαλαζοκότσυφας | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός γαλαζοκότσυφας στο αναπαραγωγικό πτέρωμα (υποείδος M. s. solitarius)
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Monticola solitarius (Μοντικόλη η μοναχική) [1] [i] (Linnaeus, 1758) | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Monticola solitarius longirostris |
Ο Γαλαζοκότσυφας είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Monticola solitarius και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[3]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Monticola solitarius longirostris (Blyth, 1847).[3]
- Πτηνό προσαρμοσμένο να ζει σε βραχώδεις περιοχές, ο γαλαζοκότσυφας ξεχωρίζει από το κυανόγκριζο καλοκαιρινό του πτέρωμα και το μουσικό του κελάηδημα.[4]
Κύρια διαγνωστικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μεγάλο ράμφος και ομοιόμορφο κυανογκρίζο καλοκαιρινό πτέρωμα
- Μοναχική εμφάνιση σε εκτεθειμένα βραχώδη σημεία με ταυτόχρονο κελάηδημα
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σταθερή →
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους, monticola, είναι σύνθετη λατινική και προέρχεται από τις επί μέρους λέξεις mons -tis «όρος, βουνό» + colere «ζω, κατοικώ, συχνάζω (κάπου)».[5] Επομένως η ακριβής απόδοση του όρου είναι «αυτός που συχνάζει στα βουνά, ο ορεσίβιος». Η ονομασία του γένους, παραπέμπει στα βραχώδη ενδιαιτήματα του πτηνού. [i]
Η επιστημονική ονομασία του είδους solitarius έχει, επίσης, λατινική ρίζα και σημαίνει «αυτός που ζει μόνος του, μοναχικός».[6] και παραπέμπει στον «μοναχικό» τρόπο εμφάνισης του πτηνού, στους ορεινούς οικοτόπους (βλ. Ηθολογία).
Η αγγλική ονομασία του είδους blue rock thrush σημαίνει «μπλε τσίχλα των βράχων» και σχετίζεται, όπως και η ελληνική, με τον οικότοπο του πτηνού, αλλά κάνει, επίσης, αντιπαράθεση με τον πετροκότσυφα rock thrush, ο οποίος δεν έχει εξ ολοκλήρου κυανό πτέρωμα.
Συστηματική Ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία από τον Λινναίο ως Turdus solitarius, το 1758.[7] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Monticola, από τον Γερμανό ορνιθολόγο Φρίντριχ Μπουά (Friedrich Boie, 1789-1870), το 1822. Το γένος αυτό ανήκε παλαιότερα στην οικογένεια των Κιχλιδών (Turdidae).
Ο διαχωρισμός των υποειδών είναι, γενικά, δύσκολος με τους μορφολογικούς χαρακτήρες να τείνουν προς διαβάθμιση, υποδηλώνοντας ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, να έχουν ενδιάμεσες εμφανίσεις (clinal). Το υποείδος Monticola solitarius philippensis έχει ιδιαίτερα διακριτό πτέρωμα και, σε κάποιο βαθμό, ξεχωριστά ηθολογικά στοιχεία, αλλά οι ενδιάμεσοι χαρακτήρες είναι, επίσης, παρόντες.[7]
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαλαζοκότσυφας είναι πτηνό που απαντά σε πολλές περιοχές του Παλαιού Κόσμου (Ευρώπη, Ασία, Αφρική). Ανάλογα με τους κατά τόπους πληθυσμούς, μπορεί να είναι από επιδημητικό έως πλήρως μεταναστευτικό. Έτσι, τα πτηνά που ζουν στη Ν. Ευρώπη και τη Β. Αφρική περιλαμβάνουν αρκετούς καθιστικούς πληθυσμούς, ενώ τα περισσότερα ασιατικά υποείδη είναι μεταναστευτικά.
Η γεωγραφική του εξάπλωση περιλαμβάνει τις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης και της Β. Αφρικής, με βόρειο όριο τις Άλπεις και την Ιβηρική Χερσόνησο.
Στην Ασία, η κατανομή αρχίζει από τη Μικρά Ασία και την Κριμαία στα δυτικά και, διά μέσου της Κ. Ασίας φθάνει μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα στα ανατολικά και την Ινδία και Ινδονησία στα νότια.
Στην Αφρική, τέλος, το είδος αναπαράγεται σε θύλακες στα βόρεια, ωστόσο υπάρχουν μεγάλες περιοχές διαχείμασης στις υποσαχάριες επικράτειες.[3][8][9]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Monticola solitarius longirostris | Ελλάδα, Δ και Ν Τουρκία, Μέση Ανατολή, ανατολικά προς ΒΔ Ιμαλάια και Κίνα (Τιεν Σαν) | ΒΑ Αφρική, ανατολικά προς Β Ινδία | |
2 | Monticola solitarius madoci | Μαλαισιανή Χερσόνησος, (Ν Ταϊλάνδη, Β Σουμάτρα) | Ενδημικό στην περιοχή | |
3 | Monticola solitarius pandoo | Κ Ιμαλάια, Κ και Α Κίνα, ΒΔ Βιετνάμ, Χαϊνάν | Ν και ΝΑ Ασία προς Μεγάλες Σούνδες | |
4 | Monticola solitarius philippensis | Άπω Ανατολική Ρωσία, Ν Σαχαλίνη, Α Μογγολία, Ν Κουρίλες, Ιαπωνία, Ρίου Κίου, ΒΑ Κίνα, Κορέα | ΝΑ Κίνα, νότια προς Β Φιλιππίνες και Ινδονησία | Διαθέτει έντονα χρωματισμένη πορτοκαλί κάτω επιφάνεια σώματος (βλ. φωτογραφία) |
5 | Monticola solitarius solitarius | ΒΔ Αφρική, Ν Ευρώπη, Ιταλία και Β Βαλκάνια, Β Τουρκία, Τρανσκαυκασία | Β Αφρική, Αραβία |
[3][8][9] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαλαζοκότσυφας, σε άλλες περιοχές της επικρατείας του είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, σε άλλες μερικώς μεταναστευτικό και σε άλλες επιδημητικό, ανάλογα με τη γεωγραφική κατανομή. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του είναι, κατά βάσιν καθιστικοί, όχι όμως όλοι, με κάποιους στην περιοχή των Άλπεων και στα Β. Βαλκάνια, να έρχονται το καλοκαίρι για να αναπαραχθούν ή τον χειμώνα για να διαχειμάσουν.
Αντίθετα, οι ασιατικοί πληθυσμοί είναι μερικώς ή πλήρως μεταναστευτικοί στην πλειονότητα των περιπτώσεων, με τα πουλιά να ταξιδεύουν νοτιότερα σε περιοχές που εξαρτώνται από το γεωγραφικό μήκος αναπαραγωγής. Τα ταξίδια πραγματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας, συχνά μαζί με τους πετροκότσυφες. Γενικά, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωριστούν οι πραγματικά μεταναστευτικοί πληθυσμοί, από εκείνους που πραγματοποιούν τοπικές μετακινήσεις.[10]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία, το Μάλι και την Ακτή Ελεφαντοστού, τον Καναδά, αλλά και από την Αυστραλία.[11]
Στην Ελλάδα, ο γαλαζοκότσυφας είναι επιδημητικό είδος, ζει δηλαδή και αναπαράγεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σε εκτεταμένες βραχώδεις περιοχές, κυρίως στη νησιωτική χώρα. Ωστόσο, απαντά και στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, γίνεται όμως σπάνιος στη βόρεια χώρα.[12][13][14] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιο επιδημητικό πτηνό.[15]
Από την Κύπρο αναφέρεται ως επιδημητικό είδος, χειμωνιάτικος μη κοινός επισκέπτης και σπάνιο μεταναστευτικό πτηνό.[12]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαλαζοκότσυφας είναι τυπικό πτηνό μέσου και μεγάλου υψομέτρου, αφού ο κύριος οικότοπος του είδους είναι οι ημιορεινές και ορεινές βραχώδεις τοποθεσίες με διάσπαρτη βλάστηση. Ωστόσο, το υψόμετρο μπορεί να είναι μικρό, ακόμη και κοντά στη θάλασσα, αρκεί να υπάρχουν βράχια στην περιοχή. Επίσης, απαντά σχεδόν πάντοτε σε χαμηλότερα υψόμετρα από εκείνα του συγγενικού πετροκότσυφα.[4][12][16]
Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ μπορεί να «ανεβεί» το καλοκαίρι από τα 2.590 μέχρι τα 4.880 μέτρα, αλλά διαχειμάζει κάτω από τα 1.400 μέτρα σε ποτάμια και παλιά κτήρια.[17],
Στην Ελλάδα, οι κύριοι οικότοποι περιλαμβάνουν πετρώδεις και βραχώδεις περιοχές με ελαιώνες, αμπελώνες, αραιούς θάμνους, αλλά και σε ακροποταμιές, από το υψόμετρο της θάλασσα μέχρι τις κορυφές των βουνών.[13] Επίσης σε φαράγγια, ακτές νησιών και απομονωμένες βραχονησίδες.[12]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαλαζοκότσυφας, γενικά, είναι μεσαίου μεγέθους πτηνό που, μπορεί να μην είναι εύκολο να παρατηρηθεί, λόγω της φύσης του εδάφους όπου απαντά. Ωστόσο, η «φιγούρα» του μπορεί να κάνει την εμφάνισή της στιγμιαία, συνήθως στην άκρη ενός βράχου και, τότε, μπορεί να αναγνωριστεί, από το χαρακτηριστικό μπλε αναπαραγωγικό του πτέρωμα. Από μακριά, και με κόντρα φωτισμό, εμφανίζει τη σιλουέτα της γερακότσιχλας (Turdus viscivorus),[12] Εχει τις διαστάσεις του πετροκότσυφα, αλλά είναι ελαφρά μεγαλύτερος και με σαφώς μεγαλύτερο ράμφος.
Στο είδος εμφανίζεται έντονος φυλετικός διμορφισμός, με τα δύο φύλα να έχουν μεγάλη διαφορά στο -καλοκαιρινό- πτέρωμα. Η ουρά είναι σχετικά κοντή, και το ράμφος μακρύ, οξύληκτο και με γκριζομπλέ χρώμα. Η ίριδα είναι μαύρη και οι ταρσοί με τα πόδια, γκριζοκαφέ. Ο οφθαλμός περιβάλλεται από ανεπαίσθητο ανοικτόχρωμο δακτύλιο.
Το αναπαραγωγικό πτέρωμα του αρσενικού είναι ομοιόμορφο κυανόγκριζο σε όλο το σώμα, χωρίς τις οριοθετημένες καστανόξανθες περιοχές του πετροκότσυφα, ενώ οι πτέρυγες είναι σκοτεινόχρωμες. Πολλές φορές, αυτό το χρώμα δεν φαίνεται παρά μόνον υπό κατάλληλο φωτισμό, αλλιώς εμφανίζεται πολύ σκούρο. Τα καλυπτήρια φτερά της κάτω επιφανείας της ουράς είναι γκριζομπλέ με λευκές αποχρώσεις.[18] Κατά το φθινόπωρο, το αρσενικό εμφανίζεται πιο «μαυριδερό».[4]
Το θηλυκό, δεν διαθέτει τα φανταχτερά χρώματα του αρσενικού, ωστόσο ξεχωρίζει από τις χαρακτηριστικές λεπτές, ραβδώσεις στο πτέρωμα, που δίνουν την αίσθηση σκωληκοειδών γραμμών, στο κάτω μέρος του σώματος. Πιθανόν να διατηρεί κάποια υποκύανη απόχρωση.[19] Μοιάζει πολύ με τον θηλυκό πετροκότσυφα, αλλά το στέμμα είναι σκουρότερο, ενώ η ουρά είναι σκούρα καφέ και όχι πορτοκαλί-καφέ. Επίσης, η άνω επιφάνεια δεν έχει τις λεπτές ραβδώσεις που υπάρχουν στο κάτω μέρος του σώματος.
Τα νεαρά άτομα είναι πιο σκούρα, με σκούρες σκωληκοειδείς γραμμές και ανοικτόχρωμες άκρες στα στέγαστρα των πρωτευόντων ερετικών φτερών.[12]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (20-) έως 22 (-23) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 33 έως 37 εκατοστά
- Βάρος: 37 έως 54 γραμμάρια
(Πηγές:[4][10][12][16][19][20][21][22][23])
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαλαζοκότσυφας τρέφεται κυρίως με έντομα (ακρίδες, τριζόνια, κάμπιες κ.α.), μικρές σαύρες και μερικές φορές με σπέρματα ή καρπούς, που συλλέγει είτε από το έδαφος, είτε απευθείας από τα φυτά. Συνηθίζει να κάθεται σε κάποιο σταθερό σημείο, από όπου εποπτεύει τον χώρο, επιτίθεται στα διερχόμενα θηράματα και επανέρχεται στην αρχική του θέση.
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά, ο γαλαζοκότσυφας θεωρείται αρκετά απρόσιτος και συνηθίζει να κρύβεται ανάμεσα στις πέτρες, οπότε είναι πιο εύκολο να τον ακούσει, παρά να τον δει κάποιος,[20] ακόμη, όμως, και αν συμβεί αυτό, αναζητά αμέσως κάλυψη.[4][24] Κάνει την εμφάνισή του μοναχικά ή σπανιότερα- κατά ζεύγη, στην άκρη ενός βράχου από όπου αρθρώνει το μελωδικό του κελάηδημα.[4] Συνήθως, περιπλανιέται κοντά σε περιοχές με νερό, διότι πίνει συχνά και του αρέσει να κάνει το καθημερινό «μπάνιο» του.
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πολύ ηχηρό τραγούδι του γαλαζοκότσυφα είναι φλουταριστό και μελαγχολικό και μοιάζει με εκείνο του κότσυφα [19] και του πετροκότσυφα, αλλά διανθίζεται κάθε τόσο από «σκληρότερες» (harsh) νότες.[12] Ιδιαίτερα αισθητό γίνεται, όταν τα άλλα πουλιά είναι σιωπηλά, αργά το απόγευμα ή κατά τη διάρκεια ψιλόβροχου. Στις περισσότερες περιπτώσεις κελαηδάει από κάποια βραχώδη προεξοχή σε εμφανές σημείο, οπότε είναι πιο εύκολο να τον παρατηρήσει κανείς. Μπορεί όμως να αρθρώνει το τραγούδι του και κατά την πτήση, συνήθως με ανοιγμένη ουρά και με κάθετες εφορμήσεις.
- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα (βλ. Βιότοπος) οι γαλαζοκότσυφες φωλιάζουν σε πετρώδη εδάφη, συχνά σε ερείπια, κτήρια και ορυχεία.[12] Η θέση φωλιάσματος είναι τέτοια (βράχια) που, σπάνια υπάρχει ανταγωνισμός ζωτικού χώρου.[25] Η αρχή της αναπαραγωγικής περιόδου εξαρτάται από τη γεωγραφική επικράτεια (Μάιο με Ιούνιο στην Ιβηρική, Απρίλιο με Μάιο στη ΒΔ. Αφρική, κ.λ.π.) [10] και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ ή σπανιότερα δύο φορές σε κάθε φώλιασμα.[26]
Η φωλιά έχει κυπελοειδές (cup) σχήμα και κατασκευάζεται από το θηλυκό, σε μια κοιλότητα βράχου ή σχισμή ενός κτηρίου.[19] Αποτελείται από χορτάρι και βρύα, ενώ επιστρώνεται με φρέσκο γρασίδι και ρίζες. Η γέννα αποτελείται συνήθως από 4-5 (σπανιότερα 3-6) αβγά, διαστάσεων 27,3 Χ 19,9 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 13-16 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial), γεννιούνται δηλαδή ανήμποροι και χρειάζονται την προστασία των γονέων τους. Επιτηρούνται κυρίως από το θηλυκό,[10] πτερώνονται και αφήνουν τη φωλιά στις 17 ημέρες, περίπου,[26] ενώ εξακολουθούν να σιτίζονται από τους γονείς για 2 εβδομάδες ακόμη.
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που ο γαλαζοκότσυφας δεν φαίνεται ότι μπορεί να επεκτείνει το εύρος εξάπλωσής του στις βορειότερες ευρωπαϊκές περιοχές, λόγω καταστροφής των ενδιαιτημάτων του, δεν θεωρείται απειλούμενος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το είδος, συνολικά, δεν θεωρείται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια του κριτηρίου μείωσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό της IUCN Red List (δηλαδή, μείωση κατά περισσότερο από 30%, μέσα σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), και ως εκ τούτου αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[11]
Κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο κράτος της Μάλτας ο γαλαζοκότσυφας είναι το «εθνικό πτηνό» των νησιών, μάλιστα, απεικονιζόταν στη Μαλτέζικη Λίρα.
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγιες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι περισσότερες λόγιες ονομασίες του Γαλαζοκότσυφα είναι τεχνητές και δεν ανταποκρίνονται στην ακριβή μετάφραση από τα λατινικά (βλ. Ονοματολογία και Σημειώσεις), μερικές από τις οποίες είναι: Πετροκόσσυφος ο κυανούς, Κυανοκόσσυφος, Κόσσυφος ο κυανούς, Κυανοκόσσυφος ο κρητικός. Κάποιες είναι πιο κοντά στη λατινική όπως το Κόσσυφος ο μονήρης. Πιθανόν να είναι ο Κύανος των αρχαίων.[27]
Λαϊκές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο ο Γαλαζοκότσυφας απαντά και με τις ονομασίες Μέρουλα [27] και Γαλαζοπετροκότσυφας.[21] Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ονομασίες που τού δίνονται είναι οι ίδιες με εκείνες του Πετροκότσυφα, ιδίως σε περιοχές όπου τον αντικαθιστά στον οικολογικό θώκο (π.χ. Κρήτη, Κυκλάδες).
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα taxa, δεν υπάρχει κάποια λόγια ονομασία που να αποδίδει με ακρίβεια τη λατινική επιστημονική ονομασία του πετροκότσυφα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχουν καταγεγραμμένες τεχνητές ονομασίες που δεν είναι μετάφραση των λατινικών όρων, λ.χ. Κυανοκόσσυφος ο κρητικός (;!) ή Κόσσυφος ο κυανούς (;!) [27] Ωστόσο, αυτή η αδυναμία πρέπει να θεωρηθεί σε μεγάλο ποσοστό δικαιολογημένη, διότι πολλές λατινικές ονομασίες δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν μονολεκτικά, ή, εάν γίνει αυτό, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αισθητικά αδόκιμο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του είδους Monticola solitarius, του οποίου η ακριβής λόγια απόδοση είναι Ορεσίβιος ο μοναχικός (sic).
Στο παρόν λήμμα προτιμήθηκε η λόγια ονομασία Μοντικόλη η μοναχική, ως η πλησιέστερη στην απόδοση από τα λατινικά και ως, επίσης, καταγεγραμμένη στη βιβλιογραφία στο επίπεδο του γένους.[1]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 ΠΛ: 11, 121
- ↑ Howard and Moore, p. 674
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Howard and Moore, p. 688
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Bruun, p. 254
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=colere
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=solitarius
- ↑ 7,0 7,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ 8,0 8,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22708286/0
- ↑ 9,0 9,1 http://ibc.lynxeds.com/species/common-rock-thrush-monticola-saxatilis
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 planetofbirds.com
- ↑ 11,0 11,1 http://www.iucnredlist.org/details/22708286/0
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 12,6 12,7 12,8 Mullarney et al, p. 272
- ↑ 13,0 13,1 Όντρια (Ι), σ. 204
- ↑ Κόκκινο Βιβλίο, σ. 159
- ↑ Σφήκας, σ. 60
- ↑ 16,0 16,1 Flegg, p. 184
- ↑ Grimmett et al, p. 170
- ↑ ibercajalav.net
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 Perrins, p. 164
- ↑ 20,0 20,1 Heinzel et al, p. 270
- ↑ 21,0 21,1 Όντρια, σ. 204
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ Scott & Forrest, p. 234
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2014.
- ↑ 26,0 26,1 Harrison, p. 265
- ↑ 27,0 27,1 27,2 Απαλοδήμος, σ. 27
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2014).