Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τη Δυναστεία του Ηρακλείου
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διοικούνταν από Αυτοκράτορες της Δυναστείας του Ηρακλείου αρχές του 7ου αιώνα, μεταξύ 610 και 711. Ο Ηράκλειος και οι απόγονοί του κυβέρνησαν σε μία περίοδο συγκλονιστικών γεγονότων, που αποτέλεσαν ορόσημο στην ιστορία της Αυτοκρατορίας και του κόσμου.
Ο Ηράκλειος, ο ιδρυτής της δυναστείας του, ήταν Αρμενικής καταγωγής. [1] [2] [3]
Στην αρχή της δυναστείας, ο πολιτισμός της Αυτοκρατορίας ήταν ακόμη ουσιαστικά αρχαίος Ρωμαϊκός, κυριαρχώντας στη Μεσόγειο και φιλοξενούσε έναν ευημερούντα αστικό πολιτισμό της Ύστερης Αρχαιότητας. Αυτός ο κόσμος καταστράφηκε από διαδοχικές εισβολές, που είχαν ως αποτέλεσμα εκτεταμένες εδαφικές απώλειες, οικονομική κατάρρευση και πληγές που ερήμωσαν τις πόλεις, ενώ οι θρησκευτικές διαμάχες και οι εξεγέρσεις αποδυνάμωσαν περαιτέρω την Αυτοκρατορία.
Μέχρι το τέλος της δυναστείας, η Αυτοκρατορία είχε εξελιχθεί σε μία διαφορετική κρατική δομή: γνωστή πλέον στην ιστοριογραφία ως μεσαιωνικό Βυζάντιο, μία κυρίως αγροτική, στρατιωτική κοινωνία, που βρισκόταν σε μια μακρά μάχη με το μουσουλμανικό χαλιφάτο. Ωστόσο, η Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγινε πολύ πιο ομοιογενής, καθώς περιορίστηκε στις κυρίως ελληνόφωνες και σταθερά Χαλκηδονικές περιοχές του πυρήνα της, γεγονός που της επέτρεψε να ξεπεράσει αυτές τις καταιγίδες και να εισέλθει σε μία περίοδο σταθερότητας υπό τη διάδοχη Συριακή δυναστεία (των Ισαύρων).
Η δυναστεία του Ηρακλείου πήρε το όνομά της από τον στρατηγό Ηράκλειο τον Νεότερο, ο οποίος το 610 απέπλευσε από την Καρχηδόνα, ανέτρεψε τον σφετεριστή Φωκά και στέφθηκε Αυτοκράτορας. Εκείνη την εποχή, η Αυτοκρατορία είχε εμπλακεί σε πόλεμο με την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, η οποία την επόμενη δεκαετία κατέκτησε τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Μετά από έναν μακρύ και εξαντλητικό αγώνα, ο Ηράκλειος κατάφερε να νικήσει τους Πέρσες και να αποκαταστήσει την Αυτοκρατορία, για να χάσει και πάλι αυτές τις επαρχίες λίγο μετά από την ξαφνική έκρηξη των μουσουλμανικών κατακτήσεων. Οι διάδοχοί του αγωνίστηκαν να συγκρατήσουν την Αραβική παλίρροια. Η Συρο-Παλαιστίνη και η Βόρεια Αφρική χάθηκαν, ενώ το 674–678, ένας μεγάλος Αραβικός στρατός πολιόρκησε την ίδια την Κωνσταντινούπολη .
Ωστόσο, το κράτος επέζησε και η καθιέρωση του συστήματος θεμάτων επέτρεψε να διατηρηθεί η Αυτοκρατορική καρδιά της Μ. Ασίας. Επί Ιουστινιανού Β΄ και Τιβέριου Γ΄ τα Αυτοκρατορικά σύνορα στην Ανατολή σταθεροποιήθηκαν, αν και οι επιδρομές συνεχίστηκαν και από τις δύο πλευρές.
Ο τελευταίος 7ος αι. είδε επίσης τις πρώτες συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και την ίδρυση ενός Βουλγαρικού κράτους στα πρώην Βυζαντινά εδάφη νότια του Δούναβη, που θα ήταν ο κύριος ανταγωνιστής της Αυτοκρατορίας στη Δύση μέχρι τον 12ο αι.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η (Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε να βλέπει τη Δυτική Ευρώπη ως δικαιωματικά αυτοκρατορικό έδαφος. Ωστόσο, μόνο ο Ιουστινιανός Α΄ προσπάθησε να επιβάλει αυτόν τον ισχυρισμό με στρατιωτική δύναμη. Η προσωρινή επιτυχία στη Δύση επιτεύχθηκε εις βάρος της Περσικής κυριαρχίας στην Ανατολή, όπου οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρο υποτέλειας για να αποτρέψουν τον πόλεμο. [4]
Ωστόσο, μετά το τέλος του Ιουστινιανού Α΄, μεγάλο μέρος της Ιταλίας που πρόσφατα ανακτήθηκε περιέπεσε στους Λομβαρδούς και οι Βησιγότθοι σύντομα μείωσαν τις Αυτοκρατορικές κτήσεις στην Ισπανία.[5] Την ίδια στιγμή, οι πόλεμοι με την Περσική αυτοκρατορία δεν έφεραν καμία οριστική νίκη. [4] Το 591 όμως, ο μακροχρόνιος πόλεμος έληξε με μία ευνοϊκή για το Βυζάντιο συνθήκη, η οποία κέρδισε την Αρμενία. Έτσι, μετά το τέλος τού διαδόχου τού Ιουστινιανού Τιβέριου Β΄, ο Μαυρίκιος προσπάθησε να αποκαταστήσει το κύρος της Αυτοκρατορίας.
Παρόλο που η Αυτοκρατορία είχε σημειώσει μικρότερες επιτυχίες έναντι των Σλάβων και των Αβάρων σε μάχες κατά μήκος του Δούναβη, τόσο ο ενθουσιασμός για τον στρατό όσο και η πίστη στην κυβέρνηση είχαν μειωθεί σημαντικά. Η αναταραχή είχε ταράξει στις Βυζαντινές πόλεις, καθώς οι κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές εκδηλώθηκαν με τις φατρίες των Βενέτων και των Πρασίνων, που πολεμούσαν μεταξύ τους στους δρόμους. Το τελευταίο πλήγμα για την κυβέρνηση ήταν μία απόφαση να περικόψει τους μισθούς τού στρατού ως απάντηση στις οικονομικές πιέσεις. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα μίας εξέγερσης του στρατού υπό την ηγεσία ενός κατώτερου αξιωματικού ονόματι Φωκά και των μεγάλων εξεγέρσεων από τους Πράσινους και τους Βένετους ανάγκασαν τον Μαυρίκιο να παραιτηθεί. Η Σύγκλητος ενέκρινε τον Φωκά ως νέο Αυτοκράτορα και ο Μαυρίκιος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας της δυναστείας του Ιουστινιανού, δολοφονήθηκε μαζί με τους τέσσερις γιους του. [6]
Ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης Β΄ απάντησε εξαπολύοντας μία επίθεση στην Αυτοκρατορία, φαινομενικά για να εκδικηθεί τον φίλο του Μαυρίκιο, ο οποίος τον είχε βοηθήσει νωρίτερα να ανακτήσει τον θρόνο του. Ο Φωκάς ήδη έκανε εχθρικούς τούς υποστηρικτές του με την κατασταλτική του κυριαρχία (εισάγοντας βασανιστήρια σε μεγάλη κλίμακα) και οι Πέρσες μπόρεσαν να καταλάβουν τη Συρία και τη Μεσοποταμία μέχρι το 607 [5]. Μέχρι το 608, οι Πέρσες στρατοπέδευσαν έξω από τη Χαλκηδόνα, μπροστά στην Αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης, ενώ η Μ. Ασία ερημώθηκε από Περσικές επιδρομές.[5] Το χειρότερο ήταν η προέλαση των Αβάρων και των Σλαβικών φυλών, που κατευθύνονταν νότια μέσω του Δούναβη και προς την Αυτοκρατορική επικράτεια.[5]
Ενώ οι Πέρσες προχωρούσαν στην κατάκτηση των ανατολικών επαρχιών, ο Φωκάς επέλεξε να διχάσει τους υπηκόους του, αντί να τους ενώσει ενάντια στην απειλή των Περσών.[5] Ίσως βλέποντας τις ήττες του ως θεϊκή ανταπόδοση, ο Φωκάς ξεκίνησε μία άγρια και αιματηρή εκστρατεία, για να προσηλυτίσει δια της βίας τους Εβραίους στον Χριστιανισμό. Οι διωγμοί και η αποξένωση των Εβραίων, ένας λαός πρώτης γραμμής στον πόλεμο κατά των Περσών, τους έκανε να βοηθήσουν τους Πέρσες κατακτητές. Καθώς Εβραίοι και Χριστιανοί άρχισαν να διαπληκτίζονται ο ένας με τον άλλον, κάποιοι έφυγαν προς το περσικό έδαφος. Εν τω μεταξύ, φαίνεται ότι οι καταστροφές που έπληξαν την Αυτοκρατορία οδήγησαν τον Αυτοκράτορα σε κατάσταση παράνοιας, αν και πρέπει να ειπωθεί ότι υπήρχαν πολυάριθμες συνωμοσίες κατά της κυριαρχίας του και η μία εκτέλεση ακολουθούσε την άλλη. Ανάμεσα σε αυτά τα άτομα που εκτελέστηκαν, ήταν η πρώην Αυγούστα Κωνσταντίνα (σύζυγος του Μαυρικίου και κόρη του Τιβερίου Β΄) και οι τρεις κόρες της.[5]
Ο Ηράκλειος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πτώση τού Φωκά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγω της συντριπτικής κρίσης που αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία και την είχε φέρει στο χάος, ο Ηράκλειος ο Νεότερος προσπάθησε τώρα να καταλάβει την εξουσία από τον Φωκά, σε μία προσπάθεια να βελτιώσει την τύχη του Βυζαντίου.[5] Καθώς η Αυτοκρατορία οδηγήθηκε σε αναρχία, η εξαρχία της Καρχηδόνας παρέμενε σχετικά μακριά από την Περσική κατάκτηση. Μακριά από την ανίκανη Αυτοκρατορική αρχή της εποχής, ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος έξαρχος της Καρχηδόνας, με τον αδελφό του Γρηγόριο, άρχισε να μαζεύει τις δυνάμεις του για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη.[5] Αφού διέκοψε την παροχή σιτηρών στην πρωτεύουσα από την επικράτειά του, ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος οδήγησε έναν σημαντικό στρατό και έναν στόλο το 608, για να αποκαταστήσει την τάξη στην Αυτοκρατορία. Ο Ηράκλειος έδωσε τη διοίκηση τού στρατού στον γιο τού Γρηγορίου, τον Νικήτα, ενώ η διοίκηση του στόλου δόθηκε στον γιο του Ηράκλειου του Πρεσβύτερου, τον Ηράκλειο τον Νεότερο.[5] Ο Νικήτας πήρε μέρος τού στόλου και των δυνάμεών του στην Αίγυπτο, καταλαμβάνοντας την Αλεξάνδρεια στα τέλη του 608. Εν τω μεταξύ, ο Ηράκλειος ο Νεότερος κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, από όπου, αφού έλαβε περισσότερα εφόδια και στρατεύματα, έπλευσε για την Κωνσταντινούπολη.[5] Έφτασε στον προορισμό του στις 3 Οκτωβρίου 610, όπου έμεινε αμαχητί καθώς αποβιβάστηκε στις ακτές της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι πολίτες τον χαιρέτησαν ως ελευθερωτή τους.[7]
Όταν ο Φωκάς παραδόθηκε στον Ηράκλειο, έγινε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση:[8] Ηράκλειος: Έτσι κυβερνήσατε την Αυτοκρατορία; Φωκάς: Θα την κυβερνήσεις καλύτερα;
Η βασιλεία του Φωκά έληξε επίσημα με την εκτέλεσή του και τη στέψη του Ηράκλειου από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δύο ημέρες αργότερα, στις 5 Οκτωβρίου. Ένα άγαλμα του Φωκά που βρισκόταν στον Ιππόδρομο γκρεμίστηκε και κάηκε, μαζί με τα χρώματα των Βενέτων που στήριζαν τον Φωκά.[7]
Πρώιμες αποτυχίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αφού νυμφεύτηκε τη γυναίκα του σε μία περίτεχνη τελετή και στέφθηκε από τον Πατριάρχη, ο 36χρονος Ηράκλειος ξεκίνησε να εκτελέσει το έργο του ως Αυτοκράτορας. Η πρώιμη περίοδος της βασιλείας του έδωσε αποτελέσματα, που θύμιζαν τη βασιλεία του Φωκά σε σχέση με τα προβλήματα στα Βαλκάνια. Οι Άβαροι και οι Σλάβοι ξεχύθηκαν στη δυτική Αδριατική, καθώς και στα νότια και ανατολικά τμήματα της περιοχής του Αιγαίου. Η σαρωτική κίνησή τους στη Δαλματία κατέκλυσε αρκετές Βυζαντινές πόλεις, συγκεκριμένα το Σιγγηδόνα (Βελιγράδι), το Viminacium (Κοστολάκ), τη Nαϊσό (Nις), τη Σερδική (Σόφια) και κατέστρεψε τη Σάλωνα (Σπλιτ) το 614. Ωστόσο, πολυάριθμες προσπάθειες να καταληφθεί η πόλη της Θεσσαλονίκης από τους Σλάβους και τους Αβάρους κατέληξαν σε αποτυχία, επιτρέποντας στην Αυτοκρατορία να κρατήσει μία ζωτικής σημασίας πόλη στην περιοχή.[7]
Το 613 ο Βυζαντινός στρατός υπέστη συντριπτική ήττα στην Αντιόχεια, επιτρέποντας στους Πέρσες να κινούνται ελεύθερα και γρήγορα προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό το κύμα προκάλεσε την πτώση των πόλεων της Δαμασκού και της Ταρσού, μαζί με την Αρμενία. Πιο σοβαρή, ωστόσο, ήταν η απώλεια της Ιερουσαλήμ, η οποία πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τους Πέρσες σε τρεις εβδομάδες.[7] Αμέτρητες εκκλησίες στην πόλη (συμπεριλαμβανομένου του Παναγίου Τάφου) κάηκαν και πολλά κειμήλια, συμπεριλαμβανομένου του Τιμίου Σταυρού, της Τιμίας Λόγχης και του Τίμιου Σπόγγου, από την εποχή της Σταύρωσης του Ιησού Χριστού, βρίσκονταν τώρα στην Κτησιφώνα, την Περσική πρωτεύουσα. Οι Πέρσες παρέμειναν προετοιμασμένοι έξω από τη Χαλκηδόνα, όχι πολύ μακριά από την πρωτεύουσα, και η επαρχία της Συρίας βρισκόταν σε απόλυτη σύγχυση.[5]
Παρά τις προηγούμενες προσπάθειες του Νικήτα, η Αίγυπτος κατακτήθηκε επίσης, με αποτέλεσμα σημαντική απώλεια σε ανθρώπινο δυναμικό (στρατιώτες), προμήθειες τροφίμων και έσοδα. Ωστόσο, η κατάσταση δεν ήταν εντελώς απελπιστική. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν τόσο ισχυρά και καλά αμυνόμενα όσο ποτέ, και ο Ηράκλειος είχε ακόμη έναν μεγάλο, καλύτερα εκπαιδευμένο και καλύτερα οπλισμένο στόλο από οποιονδήποτε από τους «βάρβαρους» αντιπάλους του (ειδικά τους Σλάβους και τους Αβάρους). Οι Πέρσες δεν είχαν πλοία στον Βόσπορο και έτσι δεν μπορούσαν να πολιορκήσουν αποτελεσματικά την πόλη.[5]
Βυζαντινή αντεπίθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για να συνέλθει από έναν φαινομενικά ατελείωτο αριθμό ηττών, ο Ηράκλειος προχώρησε σε ένα σχέδιο ανασυγκρότησης του στρατού, χρηματοδοτώντας το με την επιβολή προστίμων σε όσους κατηγορούνται για διαφθορά, αύξηση φόρων και υποτίμηση του νομίσματος για να πληρώσει περισσότερους στρατιώτες, και αναγκαστικά δάνεια. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος παρέθεσε τα οικονομικά της Εκκλησίας στα χέρια του Κράτους, μία θυσία εκπληκτική αλλά πολύ αναγκαία. Ο Ηράκλειος στόχευε τώρα να εξαλείψει έναν από τους επικίνδυνους εχθρούς του, την αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Οι Πέρσες είχαν κατακτήσει εκτεταμένα εδάφη στη Μ. Ασία, τη Μεσοποταμία, τη Συρο-Παλαιστίνη και τη Βόρεια Αφρική, αλλά δεν είχαν ακόμη εδραιώσει την κυριαρχία τους σε αυτήν.[5] Ο Ηράκλειος αποφάσισε να διαπραγματευτεί μία ειρήνη με τους Αβάρους και τους Σλάβους, καταβάλλοντάς τους ένα μεγάλο ποσό φόρου, ώστε να μπορεί ελεύθερα να μετακινήσει τούς στρατούς του από την Ευρώπη στην Ασία, για να εξαπολύσει αντεπιθέσεις κατά των Περσών.[7] Με τους ανατολικούς αντιπάλους του ακόμη έξω από τη Χαλκηδόνα, την άνοιξη του 622 ο Ηράκλειος ήταν σε υπεροχή. Έπλευσε με τον νεοσύστατο στρατό του στις ακτές της Ιωνίας και αποβιβάστηκε στην Ισσό, την τοποθεσία όπου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε νικήσει αποφασιστικά τους Πέρσες περίπου 1.000 χρόνια πριν. Στην Ισσό, ο Ηράκλειος επέβλεπε την ενδελεχή εκπαίδευση των ανδρών του. Το φθινόπωρο εκείνου του έτους βάδισε με τον στρατό του προς τα βόρεια και συνάντησε μία Περσική δύναμη στα υψίπεδα της Καππαδοκίας. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε στρατιωτική εμπειρία στην ηγεσία ενός στρατού στο πεδίο, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας κατατρόπωσε αποφασιστικά τις δυνάμεις του έμπειρου Πέρση στρατηγού Σαχρ-Μπαράζ, τονώνοντας το ηθικό τού στρατού του και ανακτώντας μεγάλες ποσότητες εδάφους.[5]
Στις αρχές του 623 ο Ηράκλειος οδήγησε τις δυνάμεις του μέσω της Αρμενίας και του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν. Προχωρώντας προς την Αρμενία, ανάγκασε τους Πέρσες να μετακινηθούν από τις θέσεις τους στη Μ. Ασία και να ακολουθήσουν τον στρατό του «σαν το σκυλί στην αλυσίδα».[7] Ήταν στην Αρμενία που ο Ρωμαϊκός στρατός βρήκε για άλλη μία φορά επιτυχία εναντίον του Πέρση στρατηγού Σαχρ-Μπαράζ, κερδίζοντας μία μεγάλη νίκη. Τα γεγονότα στην πρωτεύουσα ανάγκασαν τον Ηράκλειο και τον στρατό του να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς ο χαν των Αβάρων απειλούσε με δράση κατά της πόλης. Ο Ηράκλειος αναγκάστηκε να αυξήσει τον φόρο, που καταβάλλονταν στους Αβάρους, ακόμη και να φτάσει στο σημείο να στείλει ομήρους στον χαν για να εξασφαλίσει την πληρωμή. Αυτό ενίσχυσε για άλλη μία φορά την οπισθοφυλακή του, επιτρέποντάς του να ξανασυναντήσει τον Περσικό στρατό τον Μάρτιο του 623, καθώς ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης Β΄ είχε γίνει ολοένα και πιο πολεμικός στη στάση του, απορρίπτοντας μία εκεχειρία.[7] Στο δρόμο προς την Περσία, ο Ρωμαϊκός στρατός λεηλάτησε και λαφυραγώγησε εκτεταμένα, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφής του Περσικού παλατιού στο Γκανζάκ. Καίοντας πολλές πόλεις των αντιπάλων του, ο Ηράκλειος πήρε μία ριψοκίνδυνη απόφαση και οδήγησε τα στρατεύματά του βαθιά μέσα στην καρδιά της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών στην Κτησιφώνα, την Περσική πρωτεύουσα. Ωστόσο, ο Σαχρ-Μπαράζ άρχισε να κόβει τις γραμμές ανεφοδιασμού του Ηρακλειου, αναγκάζοντας τον τελευταίο να αποσυρθεί στη δυτική ακτή της Κασπίας Θάλασσας. Εκεί, η δεύτερη σύζυγός του (και ανιψιά του) Μαρτίνα γέννησε με ασφάλεια ένα παιδί, αν και ο γάμος θεωρήθηκε από πολλούς ως αιμομικτικός.[5]
Το 624 ο Ηράκλειος ηγήθηκε μίας άλλης εκστρατείας προς τη λίμνη Βαν. Ωστόσο, η νίκη που επιζητούσε δεν θα του ερχόταν παρά την επόμενη χρονιά. Οδηγώντας τον στρατό του μέσω τού Αραράτ κάτω από τον ποταμό Αρσανία για περίπου 320 χλμ. για να καταλάβει την Μαρτυρόπολη και την Άμιδα, ο Ηράκλειος τελικά συνάντησε έναν Περσικό στρατό βόρεια της πόλης των Αδάνων, αφού βάδισε 110 χλμ. μέσω της Μεσοποταμίας.[5] Αρχικά η μάχη πήγε καλά για τους Πέρσες, καθώς εξάλειψαν την εμπροσθοφυλακή του Ρωμαϊκού στρατού.[5] Ωστόσο, ο Ηράκλειος ανέλαβε τότε την πρωτοβουλία εξαπολύοντας μία φαινομενικά αυτοκτονική επίθεση πέρα από τον ποταμό Ευφράτη, γυρίζοντας έτσι το ρεύμα της μάχης. Ο Σαχρ-Μπαράζ εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Ηράκλειο σε έναν αποστάτη Έλληνα: Δείτε τον Αυτοκράτορά σας! Δεν φοβάται αυτά τα βέλη και τις λόγχες περισσότερο από ένα αμόνι!
Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η νίκη ανήκε στους Βυζαντινούς, και τώρα, οι τιμές του πολέμου ήταν ίσες. Ωστόσο, η Περσική απειλή δεν είχε ακόμη μειωθεί. Η πολυαναμενόμενη επίθεση στην Κωνσταντινούπολη άρχιζε επιτέλους να υλοποιείται: οι Άβαροι άρχισαν να μετακινούν τον πολιορκητικό εξοπλισμό προς την Πρωτεύουσα (η πολιορκία ξεκίνησε στις 29 Ιουνίου 626), ενώ ο Σαχρμπαράζ διατάχθηκε από τον βασιλιά Χοσρόη Β΄ να στείλει τον στρατό του στη Χαλκηδόνα και να συνδεθεί με τους Αβάρους. Ο Χοσρόης Β΄ άρχισε να στρατολογεί ικανούς άνδρες σε έναν νέο στρατό, συγκεντρώνοντας μία δύναμη επίθεσης περίπου 50.000 ανδρών. Ο Ηράκλειος φαινόταν ότι περικυκλώθηκε από αρκετά μεγαλύτερους στρατούς. Ωστόσο, ο Ηράκλειος προσπάθησε να επιτεθεί στους Πέρσες διαχωρίζοντας τη στρατηγική του και διαιρώντας τις δυνάμεις του σε τρεις ξεχωριστές ομάδες.[5] Ένας στρατός θα υπερασπιζόταν την πρωτεύουσα, ενώ ένας άλλος, υπό τη διοίκηση τού Θεόδωρου, αδελφού τού Αυτοκράτορα, θα αντιμετώπιζε τους 50.000 στρατιώτες στη Μεσοποταμία, που διοικούνταν από τον Πέρση στρατηγό Σαχίν. Εν τω μεταξύ, ο τρίτος στρατός, ο οποίος θα διοικούνταν προσωπικά από τον Αυτοκράτορα, θα βάδιζε μέσω της Αρμενίας και του Καυκάσου στην Περσία, η οποία πίστευε ότι θα είχε απογυμνωθεί από τους περισσότερους ικανούς άνδρες λόγω της στρατολόγησης του Χοσρόη Β΄. Αυτό θα επέτρεπε στις δυνάμεις του να προχωρήσουν εύκολα στην καρδιά της Περσίας.
Το απόσπασμα του Θεόδωρου τα πήγε καλά εναντίον του Σαχίν στη Μεσοποταμία, προκαλώντας μία συντριπτική ήττα στους Πέρσες.[5] Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, στην Κωνσταντινούπολη, η πόλη υπερασπίστηκε καλά τον εαυτό της με μία δύναμη περίπου 12.000 ιππέων (πιθανώς έχοντας αφιππεύσει), υποστηριζόμενη από ολόκληρο τον πληθυσμό της. Πράγματι, οι προσπάθειες του Πατριάρχη Σεργίου να εμφυσήσει στον λαό θρησκευτικό και πατριωτικό φρόνημα, δεν μπορούν να παραβλεφθούν. Όταν ο Ρωμαϊκός στόλος εξολόθρευσε έναν Περσικό και έναν Αβαρικό σε δύο ξεχωριστές ενέδρες, οι πολιορκητές φάνηκαν να έχουν αποσυρθεί πανικόβλητοι. Και όταν ήρθε η είδηση για τη νίκη του Θεόδωρου στη Μεσοποταμία, οι πολιορκητές συμπέραναν ότι η Ρωμανία βρισκόταν πλέον υπό την προστασία του Θεού των Χριστιανών.[5]
Ο θρίαμβος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τον Ηράκλειο, το 626 ήταν μία χρονιά μικρής δράσης: φαίνεται ότι σε μία προσπάθεια να ενισχύσει τις δυνάμεις του, υποσχέθηκε το χέρι της κόρης του Επιφανίας στον χαν του δυτικού Τουρκικού χαγανάτου, Ζιμπέλ. Εντυπωσιασμένος από την προσφορά, ο χαν έβαλε περίπου 40.000 στρατιώτες στη Ρωμαϊκή πλευρά. Όμως ο Χαν απεβίωσε μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 628. Ωστόσο, το Βυζάντιο χρησιμοποίησε καλά την ενίσχυση των στρατευμάτων, όταν ο Ηράκλειος βάδισε στη Μεσοποταμία τον επόμενο χρόνο. Ο στόχος του ήταν ξεκάθαρος: να καταστρέψει τον στρατό των Περσών και να βαδίσει προς την Κτησιφώντα, κάνοντας αυτό που κανένας Ρωμαίος Αυτοκράτορας δεν είχε κάνει εδώ και σχεδόν 300 χρόνια (από την εποχή του Ιουλιανού του Αποστάτη): ο στρατός του βάδισε προσεκτικά σε αυτό το εχθρικό έδαφος. [9] Ήταν γνωστό στον Ηράκλειο ότι μία Περσική δύναμη ήταν κοντά και μία ενέδρα ήταν πάντα μία πιθανότητα. Εν τω μεταξύ, ο Ραχζάντ, ο νέος Πέρσης διοικητής, δεν ήθελε επίσης να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο, έως ότου ο στρατός του ήταν έτοιμος για μία σκληρή μάχη.
Αφού πέρασε ένα μεγάλο μέρος του 627 στη Μεσοποταμία, ο Ηράκλειος τελικά συνάντησε τον Περσικό στρατό κοντά στα ερείπια της πόλης της Νινευή. Επί έντεκα ώρες, οι Ρωμαίοι και οι Πέρσες πολεμούσαν μεταξύ τους αδιάκοπα. Μέσα στη μάχη, ο Ραχζάντ έστειλε μία πρόκληση για μονομαχία στον Ηράκλειο, ο οποίος δέχτηκε. [9] Παρά τον τραυματισμό, ο Ηράκλειος κατάφερε να αποκεφαλίσει τον Ραχζάντ. [9] [10] Όταν τελικά ο ήλιος άρχισε να δύει, οι Πέρσες είχαν ηττηθεί και οι δύο στρατοί ξεκουράστηκαν.
Ο Ηράκλειος αργότερα μετακόμισε στο Μεγάλο Παλάτι του Ντασταγκίρντ μόνο για να ανακαλύψει ότι ο Χοσρόης Β΄ είχε εγκαταλείψει το παλάτι του. Σε μία έκρηξη οργής, ο Ηράκλειος διέταξε να καούν τα πάντα ολοσχερώς. Προχωρώντας, σύντομα διαπίστωσε ότι ο Χοσρόης Β΄ δεν διέταζε πλέον την πίστη των υπηκόων του, καθώς αυτοί αρνήθηκαν να συσπειρωθούν για να υπερασπιστούν τον Κτησιφώντα. Ο Ηράκλειος περίμενε μία-δύο βδομάδες πριν βαδίσει με τον στρατό του πίσω. Ο γιος του Χοσρόη Β΄, ο Σιρόης, ανέλαβε την εξουσία ως Καβάντ Β΄ και έβαλε τον πατέρα του να πληγεί μέχρι θανάτου με βέλη.[5] Αργότερα, η σύναψη μίας ευνοϊκής για τους Ρωμαίους συνθήκης ειρήνης οδήγησε στην αποκατάσταση των προπολεμικών συνόρων. Ως πρόσθετο πλεονέκτημα, επιστράφηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι και τα χριστιανικά κειμήλια, που είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Πέρσες.[5] Έτσι, ήταν επικεφαλής του Τιμίου Σταυρού, όταν ο Ηράκλειος εισήλθε στην Πρωτεύουσα στις 14 Σεπτεμβρίου 628 θριαμβευτής. Οδηγώντας μία πομπή που περιελάμβανε τέσσερις ελέφαντες, ο Τίμιος Σταυρός τοποθετήθηκε υψηλά στον βωμό της Αγίας Σοφίας.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν γενικά αναμενόμενο από τον Ρωμαϊκό πληθυσμό, ότι ο Αυτοκράτορας θα οδηγούσε τη Ρωμανία σε μία νέα εποχή δόξας. Ωστόσο, όλα τα επιτεύγματα του Ηρακλείου θα εκμηδενίζονταν, όταν το 633 άρχισαν οι Βυζαντινο-Αραβικοί Πόλεμοι.[5]
Πτώση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η απειλή των Αράβων από την Αραβία αγνοήθηκε, τόσο από την Περσία όσο και από τη Ρωμανία για διάφορους λόγους: το πιο επιτακτικό από όλα ήταν οι πόλεμοι μεταξύ των δύο δυνάμεων και η έλλειψη επικοινωνίας σε όλη την έκταση της ερήμου.[5] Ωστόσο, έγιναν προσπάθειες, μερικές φορές συνεργατικά, από τους Ρωμαίους και τους Πέρσες για να σταματήσουν την προέλαση των Αράβων.
Στις 8 Ιουνίου 632, ο Μωάμεθ προφήτης του Ισλάμ απεβίωσε από πυρετό.[5] Ωστόσο, η θρησκεία που άφησε πίσω του, θα μεταμορφώσει τη Μέση Ανατολή. Το 633, οι στρατοί του Ισλάμ βγήκαν έξω από την Αραβία, με στόχο να διαδώσουν τον λόγο του προφήτη.[5] Το 634, οι Άραβες νίκησαν μία Βυζαντινή δύναμη που στάλθηκε στη Συρία και κατέλαβαν τη Δαμασκό.[5] Η άφιξη ενός άλλου μεγάλου Βυζαντινού στρατού έξω από την Αντιόχεια ανάγκασε τους Άραβες να υποχωρήσουν. Οι Βυζαντινοί προέλασαν τον Μάιο του 636. Ωστόσο, μία αμμοθύελλα φύσηξε στις 20 Αυγούστου 636 εναντίον των Βυζαντινών και όταν οι Άραβες επιτέθηκαν εναντίον τους, εξολοθρεύτηκαν ολοσχερώς:[5]
Η Ιερουσαλήμ παραδόθηκε στους Άραβες το 637, μετά από σθεναρή αντίσταση. Το 638, ο χαλίφης Ομάρ μπήκε στην πόλη. Ο Ηράκλειος σταμάτησε στην Ιερουσαλήμ, για να ανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό, ενώ ήταν υπό πολιορκία.[5] Στα γηρατειά του γινόταν όλο και πιο ασταθής στη διακυβέρνησή του. Κάποτε διοικητής τού στόλου τού πατέρα του, ανέπτυξε φοβία για τη θάλασσα και αρνήθηκε να περάσει τον Βόσπορο για την πρωτεύουσα. Μόνο όταν πολλές βάρκες ήταν δεμένες σε όλο το μήκος του στενού με θάμνους τοποθετημένους κατά μήκος για να κρύψουν το νερό, πέρασε απέναντι, «σαν από ξηρά» όπως έλεγε ένας σύγχρονος.
Οι Αραβικές εισβολές και η απώλεια εδαφών δεν ήταν το μόνο, που απασχολούσε πολύ τον Αυτοκράτορα.[5] Φημολογήθηκε ότι ο αιμομικτικός γάμος με την ανιψιά του είχε προκαλέσει την οργή του Θεού: από τα εννέα παιδιά που είχε, τα τέσσερα είχαν αποβιώσει σε βρεφική ηλικία, το ένα είχε στριμμένο λαιμό και το άλλο ήταν κωφάλαλο.[5] Επιπλέον, φαίνεται ότι η Αυτοκρατορία δεν θεωρούσε καν την Αραβική απειλή ως κίνδυνο. Οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις εμφανίστηκαν για άλλη μία φορά, όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος πρότεινε τον μονοθελητισμό ως συμβιβασμό στους Χαλκηδόνιους Χριστιανούς και στους Μονοφυσίτες. Ο Ηράκλειος συμφώνησε με την πρόταση. Ωστόσο, δέχτηκε μεγάλη κριτική και από τις δύο πλευρές της θεολογικής συζήτησης για την αληθινή φύση του Χριστού. Όταν ο Σωφρόνιος, ένας σημαντικός επικριτής του μονοθελητισμού εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων, η Αυτοκρατορία άρχισε και πάλι να ταράσσεται.[5] Σε μερικούς στην Αυτοκρατορία, η υπόσχεση των Αράβων για θρησκευτική ελευθερία φαινόταν προτιμότερη, σε άλλους φαινόταν βλάσφημες προτάσεις με πολιτικά κίνητρα. Στην επιθανάτιο κλίνη του στις 11 Φεβρουαρίου 641, ο Ηράκλειος απεβίωσε ψιθυρίζοντας, ότι είπε ψέματα: ήταν απρόθυμος να υποστηρίξει τον μονοθελητισμό. Φαίνεται ότι η ενότητα, ήταν το μόνο που επιζητούσε.[5]
Πριν από το τέλος του, ο Ηράκλειος «πείστηκε» από τη δεύτερη σύζυγό του Μαρτίνα να στέψει τον γιο τους Ηρακλωνά (Flavius Heraclius) συγκληρονόμο του θρόνου της Αυτοκρατορίας με τον Κωνσταντίνο Γ΄, γιο της πρώτης συζύγου του Ηράκλειου Ευδοκίας, αγνοώντας τους πολυάριθμους Ρωμαίους που την έβλεπαν ως την αιτία των πρόσφατων συμφορών της Ρωμανιας.[5] Οι φιλοδοξίες της για εξουσία θα έκαναν τη Ρωμανία να συνεχίζει να υποκύπτει στην αναστάτωση.
Εκτίμηση για την διακυβέρνησή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βασιλεία του Ηρακλείου ήταν ένα ανάμεικτο σύνολο συμβάντων. Ξεκίνησε τη βασιλεία του χάνοντας τις ανατολικές επαρχίες, την έφερε στο αποκορύφωμά της ανακτώντας τις ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, και τη τελείωσε χάνοντας τη Συρο-Παλαιστίνη. Ήταν ο Ηράκλειος που δημιούργησε πρώτος τους ανατολικούς επαρχιακούς στρατούς στη Μ. Ασία, σπέρνοντας τους σπόρους του συστήματος θεμάτων, και ήταν αυτός που, μέσω της ερήμωσης και της ισοπέδωσης των οχυρώσεων, σταθεροποίησε τα σύνορα της Μ. Ασίας, τα οποία θα παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα τα επόμενα 350 χρόνια, παρά τους πολέμους με τους Άραβες.
Μέχρι την ύστερη βασιλεία του Ηρακλείου, τα σωστά λατινικά είχαν περιοριστεί σε στρατιωτικό και τελετουργικό ρόλο, εκτός των εξαρχάτων, και αντικαταστάθηκαν από τα ελληνικά ως γλώσσα της αυλής και της ανώτατης διοίκησης. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα φυσικών δημογραφικών αλλαγών και δεν υπήρξε ποτέ επίσημη αλλαγή από τη μία γλώσσα στην άλλη, όπως υποστηρίζεται μερικές φορές. Ήταν επίσης ο πρώτος Αυτοκράτορας, που -αφού νίκησε τους Πέρσες- υιοθέτησε επίσημα τον ελληνικό τίτλο του Bασιλιά, αν και ο τίτλος ήδη χρησιμοποιόταν ανεπίσημα για αιώνες. Ο Προκόπιος χρησιμοποιούσε συχνά τον τίτλο, για παράδειγμα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη, όπως υποστηρίζεται, και πάλι, μερικές φορές, ότι το "Bασιλεύς" έγινε ο κύριος τίτλος τού Ηρακλείου και άλλοι εξέχοντες αυτοκρατορικοί τίτλοι από την αρχαία/λατινική εποχή της Αυτοκρατορίας, όπως Aύγουστος και Αυτοκράτωρ (Imperator), παρέμειναν σε διάφορους βαθμούς χρήσης για την το υπόλοιπο της ζωής της Αυτοκρατορίας.
Αν ο Ηράκλειος ζούσε μόνο μέχρι το 629, θα μπορούσαν να τον θυμούνται για την επιτυχή στρατιωτική του αναδιοργάνωση και τον εντυπωσιακό χειρισμό του τελευταίου Περσικού πολέμου, που είδε τη νίκη να αρπάζεται από τα σαγόνια της ήττας. Ωστόσο, η μακρόχρονη ζωή του σήμαινε ότι οι Ρωμαίοι τον θυμόντουσαν για τις θρησκευτικές του διαμάχες, τις αποτυχίες κατά των Αράβων και τον θεωρούμενο αιμομικτικό γάμο με την ανιψιά του, κάτι που πολλοί πίστευαν ότι επέφερε θεϊκή ανταπόδοση σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Μετά το τέλος του, η σορός τού Ηρακλείου παρέμεινε για τρεις ημέρες φρουρούμενη από τους στρατιώτες του, μέχρι να ενταφιαστεί στον ναό των Αγίων Αποστόλων μέσα σε μία σαρκοφάγο από λευκό όνυχα, δίπλα στον ιδρυτή της Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνο Α΄.[5]
Το σύστημα των θεμάτων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στρατός της Αυτοκρατορίας, που ο Ηράκλειος εργάστηκε τόσο σκληρά για να βελτιώσει, τελικά αναδιοργανώθηκε στη Μ. Ασία σε τέσσερα θέματα, σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως σύστημα θεμάτων. Αυτό το σύστημα πιστώθηκε αρχικά από Βυζαντινολόγους, όπως ο Γώργιος Οστρογκότσκυ, στον Ηράκλειο. Παρέχει ως πηγή τον Θεοφάνη, παραθέτοντας την έκφραση «η περιφέρεια των θεμάτων» το έτος 622, δείχνοντας ότι τα θέματα είχαν αρχίσει να δημιουργούνται εκείνη την εποχή.[11] Ωστόσο υπάρχουν στοιχεία, που παρουσιάζονται από ορισμένους σύγχρονους ιστορικούς, ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθεί στον Κώνσταντα Β΄ [12]. Όμως άλλοι αφήνουν το ενδεχόμενο ανοικτό, ότι ο Ηράκλειος θα μπορούσε ενδεχομένως να το είχε κάνει στα τέλη της δεκαετίας του 630 στην Κιλικία.[13] Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για το πότε ακριβώς δημιουργήθηκε το θεματικό σύστημα συνεχίζεται.
Οι διοικητικές περιοχές που δημιουργήθηκαν από αυτό το σύστημα, επρόκειτο να κυβερνώνται από έναν στρατηγό, δηλ. έναν στρατιωτικό κυβερνήτη. Ο στόχος αυτών των θεμάτων ήταν η μεγιστοποίηση του στρατιωτικού δυναμικού: πολλοί ικανοί άνδρες και οι οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν σε αυτά τα τέσσερα θέματα και τούς δόθηκε γη για καλλιέργεια. Σε αντάλλαγμα για γη, αυτοί οι άνδρες επρόκειτο να παρέχουν στην Αυτοκρατορία πιστούς στρατιώτες, και έτσι ξεκίνησαν οι θεματικοί στρατοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που θα αποδεικνύονταν αξιόπιστες, αν και όχι ασυναγώνιστες,, μαχητικές δυνάμεις για τους επόμενους αιώνες. Ένας γηγενής, καλά εκπαιδευμένος στρατός, πιστός στο κράτος θα εξυπηρετούσε την Αυτοκρατορία πολύ περισσότερο από τους κακομαθείς μισθοφόρους, των οποίων η πίστη στο νόμισμα θα μπορούσε να χειραγωγηθεί και να στραφεί εναντίον τού ίδιου τού κράτους, όπως είχε γίνει κατά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[5]
Κώνστας Β΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τέλος του Ηρακλείου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αδυναμία του Ηρακλείου να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία καθώς πλησίαζε το τέλος του δεν ευνόησε το Βυζάντιο. Μετά το τέλος του Ηρακλείου τον Φεβρουάριο του 641, η πρώην αυτοκράτειρα Μαρτίνα δήλωσε συναυτοκράτορες τον εαυτό της και τον γιο της Ηρακλωνά μαζί με τον θετό της, Κωνσταντίνο Γ΄ Ηράκλειο. Ωστόσο, οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκαν να το δεχτούν. Έτσι, όταν ο Κωνσταντίνος Γ΄ απεβίωσε κάποια στιγμή τον Μάιο του 641 (θεωρείται από την πλειονότητα των Βυζαντινών, ότι έγινε από το χέρι της Μαρτίνας), ο Ηρακλωνάς και η μητέρα του καθαιρέθηκαν το επόμενο καλοκαίρι. Η μύτη του Ηρακλωνά κόπηκε και η γλώσσα της Μαρτίνας στρίφτηκε. Αυτές οι πράξεις εξασφάλισαν, ότι ο Ηρακλωνάς δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει Βασιλεύς (Αυτοκράτορας), καθώς η φυσική παραμόρφωση θα έκανε αυτό αδύνατο. Ωστόσο, ως ύποπτοι για διάπραξη βασιλοκτονίας, η εξορία τους στο νησί της Ρόδου ήταν ελαφριά τιμωρία.[5]
Με τον Κωνσταντίνο Γ΄ τεθνεώτα, ο λαός της Κωνσταντινούπολης στράφηκε στον 11χρονο γιο του (γνωστό και ως Ηράκλειο), ο οποίος στέφθηκε Αυτοκράτορας και άλλαξε το όνομά του σε Κωνσταντίνος. Ωστόσο, αργότερα έγινε γνωστός με το παρωνύμιο "Κώνστανς", και έγινε ο Κώνστανς Β΄.
Πόλεμοι με τους Άραβες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κώνστας Β' είχε κληρονομήσει από τον παππού του Ηράκλειο τον πόλεμο με τους Άραβες, οι οποίοι είχαν βάλει σκοπό να κατακτήσουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να διαδώσουν τον λόγο του Μωάμεθ προφήτη του Ισλάμ.[5] Κατά την ανάληψή του, υπήρχε λίγος χρόνος για να εφαρμοστεί μία άμυνα για την Αίγυπτο, και όταν η επαρχία έπεσε το 642,[5] δύσκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί ο Κώνστας Β΄.
Η απώλεια της Αιγύπτου και της Συρο-Παλαιστίνης ήταν καταστροφική: μαζί με το ανθρώπινο (στρατιωτικό) δυναμικό από αυτές τις περιοχές, η σημαντική προμήθεια τροφίμων (σίτου) από την Αίγυπτο δεν ήταν πλέον παρά παρελθόν. Οι ελλείψεις τροφίμων προστέθηκαν τώρα σε έναν αυξανόμενο κατάλογο προβλημάτων, που αντιμετώπιζε ο Αυτοκράτορας.[5] Και για να χειροτερέψουν τα πράγματα για τους Ρωμαίους, οι Αραβικοί στρατοί δεν έδωσαν ανάπαυλα: το 647 η εξαρχία της Καρχηδόνας είχε ηττηθεί αποφασιστικά. Αυτό ήταν άλλη μία οδυνηρή ήττα, καθώς η Αφρική ήταν η κύρια πηγή σιτηρών της Αυτοκρατορίας, εκτός από την ήδη χαμένη Αίγυπτο. Ο κατάλογος των ηττών θα συνέχιζε να αυξάνεται, καθώς το 644 οι Άραβες άρχισαν να κατασκευάζουν έναν αρκετά μεγάλο στόλο, για να αναλάβουν την Ρωμαϊκή (Ελληνική) ναυτική κυριαρχία. Το 657 ο Αραβικός στόλος στάλθηκε για επιδρομή στο Ρωμαϊκό νησί της Κύπρου: το νησί μετά βίας αμυνόταν και οι Άραβες λεηλάτησαν την πρωτεύουσα Κωνσταντία, (αρχαία Σαλαμίνα) κατέστρεψαν τις λιμενικές εγκαταστάσεις της και ρήμαξαν την ύπαιθρο. Το 654 ο μουσουλμανικός στόλος συνέχισε απερίσπαστος στο νησί της Ρόδου. Μετά την πτώση του νησιού, ο Κώνστας Β΄ υπέστη άλλη μία ταπεινωτική ήττα στη μάχη των Ιστών, όταν έστειλε τον στόλο του να συμπλακεί με τους Άραβες στα ανοιχτά της Λυκίας. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, ο Κώνστας Β΄, φοβούμενος την πιθανότητα σύλληψης, αντάλλαξε ρούχα με άλλον άνδρα, ώστε να μπορέσει να διαφύγει χωρίς να αναγνωριστεί. Αν και δεν αποτυπώθηκε ποτέ, η εμπειρία ήταν μάλλον ενοχλητική για τον αποκαλούμενο «Βασιλιά των Βασιλέων».[5]
Αναβολή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε αυτό το σημείο, οι Άραβες εμφανίζοντο στους Ρωμαίους ως ανίκητοι. Μπορούσαν μόνο να εμποδιστούν από τον κακό του ς εαυτό. Ευτυχώς για τη Ρωμανία, οι Άραβες άρχισαν να κάνουν ακριβώς αυτό. Ο χαλίφης Ουθμάν ιμπν Αφάν δολοφονήθηκε στη Μεδίνα. Ως αποτέλεσμα, ο Αλί, ο γαμπρός τού Μωάμεθ προφήτη του Ισλάμ, εκλέχθηκε ως διάδοχός του. Ωστόσο, ο Mουαβίγια, ο κυβερνήτης της Συρίας που οδήγησε τον Αραβικό στόλο εναντίον της Ρωμανίας, ανακηρύχθηκε χαλίφης και στη Συρία. Μόνο όταν ο Αλί δολοφονήθηκε το 661 τελείωσε η εμφύλια διαμάχη, προς μεγάλη απογοήτευση της Ρωμανίας.[5]
Προσπάθειες αντιμετώπισης θρησκευτικών αντιπαραθέσεων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σαφώς, η Ρωμανία δεν είχε καμία ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στους αντιπάλους της, όταν οι επίσκοποι έσκισαν την Αυτοκρατορία για θεολογικές συζητήσεις. Αυτό το είδε ο Κώνστας Β΄ και φαίνεται ότι του έφτανε. Το 648 ο Κώνστας Β΄, μόλις 18 ετών, διακήρυξε ένα διάταγμα, ότι κανείς δεν θα συζητούσε για τη διαμάχη μονοθελισμού / Χαλκηδόνας, αλλιώς θα εξοριζόταν. Αυτό έγινε μετά από αφορισμό τού πάπα Θεοδώρου Α΄ προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πύρρο.[5] Όταν ο διάδοχος του Θεόδωρου Α΄, ο Μαρτίνος Α΄ έριξε και πάλι λάδι στη φωτιά, συγκαλώντας ένα συμβούλιο για την καταδίκη του μονοθελητισμού τον Οκτώβριο του 648, συνελήφθη, μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα και κακοποιήθηκε ως κοινός εγκληματίας.[5] Στη φυλακή λέγεται ότι η κακομεταχείρισή του ήταν «έτσι, που το αίμα ήταν στο πάτωμα». Τελικά, αφού κατηγορήθηκε για προδοσία και βασιλοκτονία, εξορίστηκε στην Κριμαία. Τέτοια ήταν η ανησυχία τού Αυτοκράτορα.[5]
Προς τη Δύση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κώνστας Β΄ αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στη Δύση, με την ελπίδα να επιτύχει καλύτερη τύχη. Ενώ οι Σαρακηνοί εγκαταστάθηκαν στην πρώην Ρωμαϊκή επικράτεια, οι Άβαροι και οι Βούλγαροι παρέμειναν ακόμη κατά μήκος του ποταμού Δούναβη, όπως και οι Σλάβοι, των οποίων η ετήσια πληρωμή στην Αυτοκρατορία ήταν ελλιπής. Ο Κώνστας Β΄ αποφάσισε τότε να μεταφέρει την πρωτεύουσά του στις Συρακούσες της Σικελίας το 662. Κάποιοι λένε ότι αυτό έγινε, για να ξεφύγει από τα φρικτά οράματα του αδελφού του, τον οποίο είχε δολοφονήσει πριν από 2 χρόνια. Η παραμονή του στην Ιταλία και τη Σικελία μόνο δυσάρεστη για τους ντόπιους μπορούμε να εικάσουμε ότι ήταν. Οτιδήποτε είχε αξία στη Ρώμη επιτάχθηκε από τον στρατό τύ Κώνστα Β΄, ακόμη και ο χαλκός από τις στέγες. Ήταν προς ανακούφιση πολλών ανθρώπων, που ο Κώνστας Β΄ δολοφονήθηκε, ενώ έκανε μπάνιο, από τον Έλληνα υπηρέτη του στις 15 Ιουλίου 668 [5][14].
Ο Κώνστας Β΄ άφησε την Αυτοκρατορία σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι την είχε βρει. Οι Ρωμαιο-αραβικοί πόλεμοι έγιναν όλο και πιο μονόπλευροι και οι τεράστιοι πόροι που διέθετε τώρα το χαλιφάτο σήμαιναν, ότι οποιαδήποτε ανάκτηση από τους Ρωμαίους ήταν πλέον δύσκολη, και πολύ περισσότερο που η διχόνοια μεταξύ των δυσαρεστημένων αγροτών και των ανησύχων επισκόπων παρέμενε.
Η Κίνα της δυναστείας των Τανγκ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φαίνεται επίσης ότι υπήρξαν αλληλεπιδράσεις μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Κίνας αυτή την εποχή. Ο Ρωμαίος (Έλληνας) ιστορικός Προκόπιος αναφέρει, ότι δύο Νεστοριανοί Χριστιανοί μοναχοί ανακάλυψαν τελικά, πώς κατασκευαζόταν το μετάξι. Από αυτή την αποκάλυψη μοναχοί στάλθηκαν από τον Ιουστινιανό Α΄ ως κατάσκοποι στον Δρόμο του Μεταξιού από την Κωνσταντινούπολη στην Κίνα και πίσω για να κλέψουν αυγά μεταξοσκώληκα.[15] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεταξιού στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα στη Θράκη, στη βόρεια Ελλάδα,[16] και έδωσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το μονοπώλιο στην παραγωγή μεταξιού στη μεσαιωνική Ευρώπη μέχρι την απώλεια των εδαφών της στη Νότια Ιταλία. Ο Ρωμαίος ιστορικός Θεοφύλακτος Σιμοκάτης, γράφοντας κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Ηρακλείου (βασ. 610–641), μετέφερε πληροφορίες για τη γεωγραφία της Κίνας, την πρωτεύουσά της Κουμπντάν (παλαιοτουρκικά: Khumdan, δηλ. Τσανγκάν), τον τότε ηγεμόνα της Tαϊσόν, του οποίου το όνομα σήμαινε «Γιος του Θεού» (κινεζικά: Tιανζί, αν και αυτό θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα του αυτοκράτορα Tαϊζόνγκ των Tανγκ), και σωστά ανέφερε την επανένωσή της από τη δυναστεία Σουί (581- 618), που συνέβη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Mαυρικίου, σημειώνοντας ότι η Κίνα είχε προηγουμένως χωριστεί πολιτικά κατά μήκος του ποταμού Γιανγκζί από δύο αντιμαχόμενα έθνη. [17] Αυτό φαίνεται να ταιριάζει με την κατάκτηση της δυναστείας Τσεν στη νότια Κίνα από τον αυτοκράτορα Γουέν τού Σουί (βασ. 581-604). [17]
Τα Κινεζικά Παλαιό Βιβλίο του Τανγκ και το Νέο Βιβλίο του Τανγκ αναφέρουν αρκετές πρεσβείες του Φου λιν (拂菻, δηλ. Βυζάντιου), το οποίο εξομοίωσαν με το Ντακίν (δηλαδή τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), ξεκινώντας το 643 με μία πρεσβεία που έστειλε ο βασιλιάς Μποντουόλι (波多力, δηλ. Κώνστανς Β΄ Πωγωνάτος) στον αυτοκράτορα Tαϊζόνγκ των Tανγκ, με δώρα όπως κόκκινο γυαλί.[18] Αυτές οι ιστορίες παρείχαν επίσης πρόχειρες περιγραφές της Κωνσταντινούπολης, των τειχών της και του τρόπου πολιορκίας της από τον Ντα Σι (大食, τους Άραβες του χαλιφάτου των Ομμεϋάδων) και τον διοικητή τους «Μο-γι» (摩拽伐之· δηλ. Mουαβίγια Α΄, κυβερνήτη της Συρίας πριν γίνει χαλίφης), ο οποίος τους ανάγκασε να πληρώσουν φόρο.[18] Ο ιστορικός Χένρυ Γιούλ τονίζει το γεγονός, ότι ο Γιαζντεγκέρντ Γ΄ (βασ. 632–651), ο τελευταίος ηγεμόνας της Σασανιδικής Αυτοκρατορίας, έστειλε διπλωμάτες στην Κίνα για να εξασφαλίσουν βοήθεια από τον αυτοκράτορα Tαϊζόνγκ (που θεωρείται επικυρίαρχος της Φεργκάνας στην Κεντρική Ασία) κατά την απώλεια του Περσικού πυρήνα στο Ισλαμικό χαλιφάτο Ρασιντούν, το οποίο μπορεί επίσης να ώθησε τους Ρωμαίους να στείλουν απεσταλμένους στην Κίνα εν μέσω της πρόσφατης απώλειας της Συρο-Παλαιστίνης από τους Μουσουλμάνους. [17] Οι Κινεζικές πηγές των Τανγκ κατέγραψαν επίσης, πώς ο Σασσανίδης πρίγκιπας Περόζ Γ΄ (636–679) κατέφυγε στην Κίνα των Τανγκ μετά την κατάκτηση της Περσίας από το αυξανόμενο Ισλαμικό χαλιφάτο. [19] Άλλες Ρωμαϊκές πρεσβείες στην Κίνα των Τανγκ καταγράφονται ως έφτασαν τα έτη 711, 719 και 742. [17] [18] Από Κινεζικά αρχεία είναι γνωστό, ότι ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (Mie li sha ling kai sa 滅力沙靈改撒) του Φου Λιν έστειλε μία διπλωματική αποστολή στη δυναστεία Σονγκ της Κίνας, που έφτασε το 1081, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Σενζόνγκ του Σονγκ . [20] [18]
Κωνσταντίνος Δ΄ Πωγωνάτος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως και οι προκάτοχοί του, οι πόλεμοι με τους Άραβες συνεχίστηκαν σχετικά αμείωτοι. Πριν γίνει Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Δ΄ ήταν ο διαχειριστής των εδαφών τού πατέρα του για τα ανατολικά τμήματα της Αυτοκρατορίας, όσα λίγα εδάφη ήταν. Έγιναν ακόμη λιγότερα, όταν οι Άραβες άρχισαν να καταλαμβάνουν τη μία Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή πόλη μετά την άλλη κατά μήκος των ακτών της Ιωνίας. Τελικά το 672, ο χαλίφης Mουαβίγια Α΄ κατέλαβε τη χερσόνησο της Κυζίκου, μόλις 80 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη. Η σκηνή ήταν πολύ καταθλιπτικά γνώριμη: η πρωτεύουσα ήταν υπό απειλή και οι πιθανότητες δεν ήταν ευνοϊκές για τους αμυνόμενους, καθώς οι Άραβες είχαν φέρει μαζί τους βαριά πολιορκητικά όπλα και άρχισαν την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 674. Παρόλα αυτά, η Κωνσταντινούπολη ήταν απλώς υπερβολική για τους Άραβες. Πιο πριν η διάσπαση των Ρωμαίων, η κακή τύχη τους ή η ικανότητα και ο ζήλος των Αράβων είχαν δώσει τη νίκη στους πολεμιστές του Ισλάμ, τώρα όμως οι Ρωμαίοι ήταν οι υπερασπιστές της πρωτεύουσας, και οπλισμένοι με ελληνικά πυρά, απέκρουσαν κάθε επίθεση των Αράβων. Τελικά το 678, αφού υπέστησαν τεράστιες απώλειες, οι Άραβες αποχώρησαν και ο Mουαβίγια δέχτηκε μία προσφορά ειρήνης. Μέχρι το 680, ο Mουαβίγια ήταν νεκρός και ο Κωνσταντίνος Δ΄, τώρα στο απόγειο της δημοτικότητάς του, είχε καταφέρει να νικήσει τους Άραβες, τόσο στη στεριά στη Λυκία, όσο και στη θάλασσα.[5]
Πόλεμοι με τους Βουλγάρους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την αποτροπή της απειλής των Αράβων, οι Ρωμαίοι έστρεψαν την προσοχή τους προς τα δυτικά, όπου οι Βούλγαροι καταπατούσαν την Αυτοκρατορική επικράτεια. Το 680, ο Κωνσταντίνος Δ΄ ξεκίνησε μία ναυτική αποστολή για να τους απωθήσει, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και οι Βούλγαροι έγιναν ακόμη πιο τολμηροί.[5] Μη μπορώντας να τους σταματήσει με τη βία, ο Κωνσταντίνος Δ΄ συμβιβάστηκε με μία ταπεινωτική, αλλά όχι καταστροφική συνθήκη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να πληρωθούν χρήματα «προστασίας» στον Βούλγαρο ηγεμόνα.[5] Η μεγαλύτερη συνέπεια αυτής της συνθήκης ήταν, ότι η Ρωμανία δεν θα έπρεπε πλέον να ανησυχεί για τους Βούλγαρους για το υπόλοιπο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ΄.
Γ΄ Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κωνσταντίνος Δ΄ ήταν αποφασισμένος να λύσει οριστικά το πρόβλημα της διαμάχης μονοθελητισμού της Χαλκηδόνας. Κάλεσαν εκπροσώπους από όλες τις γωνίες του Χριστιανικού κόσμου, για να συζητήσουν το θέμα: συζήτησαν μέχρι το 681, όταν ο Κωνσταντίνος Δ', ο οποίος είχε προεδρεύσει σε πολλές από τις συνεδριάσεις, ενέκρινε τα ουσιαστικά ομόφωνα ευρήματα. Τέσσερα χρόνια αργότερα το 685 απεβίωσε ο Κωνσταντίνος Δ΄. Το τέλος του στα 33 χρόνια του στέρησε από τη Ρωμανία έναν καλό Αυτοκράτορα, που είχε νικήσει τους εχθρούς της, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.[5]
Η γυναίκα του Κωνσταντίνου Δ΄, η Αναστασία του είχε χαρίσει έναν γιο, τον Ιουστινιανό (Β΄). Αυτός θα έκανε μία προσπάθεια να μιμηθεί την ανάκτηση της Δύσης όπως ο ομώνυμός του Ιουστινιανός Α΄, μία επικίνδυνη κίνηση, λαμβάνοντας υπόψη τους λίγους πόρους που διέθετε η Αυτοκρατορία για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.[5]
Ιουστινιανός Β΄ Ρινότμητος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]νίκες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αρχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Β΄ συνέχισε τις επιτυχίες, που είχε ο πατέρας του ενάντια στους Άραβες εισβολείς. Εκστρατεύοντας στην Αρμενία, τη Γεωργία και ακόμη και τη Συρία, μπόρεσε να επιβάλει την ανανέωση μίας συνθήκης ειρήνης, που είχε υπογράψει ο πατέρας του και ο χαλίφης.[5] Με τους πολέμους στα ανατολικά να ολοκληρώθηκαν ευνοϊκά, ο Ιουστινιανός Β΄ έστρεψε την προσοχή του στη δύση, όπου έστειλε μία εκστρατεία κατά των Σλάβων μεταξύ 688 και 689. Η επιτυχία του στη δύση στέφθηκε με μία θριαμβευτική είσοδο στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας.[5]
Μετά από αυτές τις νίκες, ο Ιουστινιανός Β΄ άρχισε να προσπαθεί να αυξήσει το θέμα των Οψικίων φέρνοντας περίπου 250.000 αποίκους σλαβικής καταγωγής στη Μ. Ασία. Το όφελος της κίνησης ήταν διπλό: εκτός από τη χρήση περισσότερων γεωργικών εκτάσεων, θα αυξανόταν ο πληθυσμός και θα μπορούσε να συγκεντρωθεί μεγαλύτερος αριθμός θεματικών στρατευμάτων πολιτοφυλακής, επιτρέποντας στην Αυτοκρατορία να διεξάγει πόλεμο έχοντας περισσότερους άνδρες. Επιπλέον, η αύξηση των κατώτερων τάξεων μετατόπισε την ισορροπία δυνάμεων από την αριστοκρατία στην τάξη των εύπορων αγροτών. Αυτοί οι αυτάρκεις αγρότες, που είχαν δική τους γη αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των θεματικών στρατών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες η δύναμη της Αυτοκρατορίας και του Αυτοκράτορα αυξήθηκε ταυτόχρονα. Από την προ-Αυτοκρατορική εποχή οι Πληβείοι πρόσβλεπαν προς έναν στρατιωτικό πρωταγωνιστή, για να πολεμήσουν την κυριαρχία της αριστοκρατίας, έτσι οι Πληβείοι υποστήριζαν έναν τέτοιο Αυτοκράτορα.[5]
Αποτυχίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 691 ο πόλεμος με τους Άραβες ξανάρχισε και ο Ιουστινιανός Β΄ άρχισε να αυξάνει τους φόρους, για να χρηματοδοτήσει τη σύγκρουση. Ωστόσο, μπροστά σε αυτές τις καταπιεστικές απαιτήσεις, περίπου 20.000 Σλάβοι στρατιώτες αυτομόλησαν στους Άραβες και μαζί τους η Αρμενία πήγε στον εχθρό. Έξαλλος ο Ιουστινιανός Β΄ διέταξε την εξόντωση όλων των Σλάβων της Βιθυνίας: αμέτρητοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά εκτελέστηκαν με μανία.[5]
Ο Ιουστινιανός Β΄ έστρεψε τότε την προσοχή του σε θρησκευτικά ζητήματα, τα οποία είχαν καταλαγιάσει με τις προσπάθειες τού πατέρα του. Όταν κάλεσε μία άλλη σύνοδο για να ολοκληρώσει το χαλαρό τελείωμα από τις δύο προηγούμενες οικουμενικές συνόδους (την Ε΄ και ΣΤ΄, έτσι η Σύνοδος ονομάστηκε Πενθέκτη Οικουμενική), διατυπώθηκαν για ασήμαντα θέματα αυστηρές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένου αφορισμού για «εγκλήματα» όπως: το να κάνει κάποιος μπούκλες στα μαλλιά (εθεωρείτο προκλητικό ή σαγηνευτικό), η αναφορά τους ειδωλολατρικούς θεούς (ειδικά τον Βάκχο κατά τη συγκομιδή των σταφυλιών), η πώληση γουριών, η ενασχόληση με μάντεις, ακόμη και ο χορός. Απαγορευόταν στους ερημίτες να μιλούν με κατοίκους της πόλης ή να παρουσιάζονται με συγκεκριμένο τρόπο. Για να χειροτερέψουν τα πράγματα, δεν κλήθηκαν εκπρόσωποι από τη Ρώμη, οπότε, όταν ο πάπας Σέργιος Α΄ κλήθηκε να εγκρίνει τους 102 κανόνες, όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά κατάφερε να χρησιμοποιήσει τις πολιτοφυλακές της Ρώμης και της Ραβέννας εναντίον του έξαρχου Ζαχαρία. Η επιείκεια του πάπα επέτρεψε στον έξαρχο της Ραβέννας να διασώσει τη ζωή του.[5]
Όταν το άκουσε αυτό ο Ιουστινιανός Β΄, λέγεται ότι έπεσε σε άλλη μία από τις μανίες του. Ήταν ήδη αντιδημοφιλής στη νεαρή ηλικία των 23 ετών. Η σκληρή του ικανότητα να αποσπά τους φόρων από τους αγρότες και τους πλούσιους τον έκανε μισητό, ειδικά όταν αποσπούσε τους φόρους με τη χρήση βασανιστηρίων, που περιελάμβανεαν τη χρήση πυρός και μαστιγώματος. Δεν ήταν λοιπόν προς έκπληξη κανενός (αν και για πολλούς Ρωμαίους χαρά), ότι η εξέγερση προήλθε από τις τάξεις της αριστοκρατίας. Η εξέγερση βρήκε αρχηγό σε έναν επαγγελματία, αλλά σε δυσμένεια στρατιωτικό, τον Λεόντιο.[5]
Μη δυναστικός: Λεόντιος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εγκάθειρκτος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λεόντιος ήταν στη φυλακή, όταν κάποτε ένας μοναχός του είπε, ότι μία ημέρα θα φορούσε το Αυτοκρατορικό διάδημα.[5] Τέτοιες κουβέντες δεν ήταν μόνο επικίνδυνες για τον μοναχό (ο οποίος αν τον ανακάλυπταν θα είχε τυφλωθεί και εξοριστεί για προδοσία), αλλά και επικίνδυνες για τον άνθρωπο του οποίου τα αυτιά τις άκουσαν: και έμειναν στο μυαλό του Λεοντίου, μέχρι που το 695 (μετά την απελευθέρωση) άρχισε αμέσως ένα σχετικά απρογραμμάτιστο πραξικόπημα. Ευτυχώς για εκείνον, πολλοί από τούς συντρόφους του είχαν επίσης φυλακιστεί (υποδηλώνοντας ότι ίσως ολόκληρη η μονάδα του μπορεί να είχε πέσει σε δυσμένεια), οπότε όταν βάδισε στην πρώην φυλακή του για να απελευθερώσει τους κρατούμενους, πολλοί δήλωσαν την υποστήριξή τους σε αυτόν.
Άνοδος και πτώση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προχωρώντας προς την Αγία Σοφία, είχε την τύχη να βρει την υποστήριξη του Πατριάρχη Καλλίνικου Α΄, του οποίου οι πρόσφατες προσβολές προς τον εν ενεργεία Αυτοκράτορα τον άφησαν να φοβάται τη ζωή του και να έχει ελάχιστες επιλογές.[5]
Με την υποστήριξη της φανατικής ομάδας του Ιπποδρόμου των Βενέτων, ο Λεόντιος και οι άνδρες του ανέτρεψαν τον Ιουστινιανό Β΄, κόβοντάς του τη μύτη κατά την ανατολική διαδικασία της ρινοκοπίας και δηλώνοντας τον εαυτό του ως Βασιλέα. Ο πατέρας τού Ιουστινιανού Β΄, αν και με πιο φιλικός με τον Λεόντιο, έχασε τη γλώσσα και τη μύτη του επίσης.[5]
Η διακυβέρνηση του Λεοντίου ήταν τόσο σύντομη, όσο και άθλια αποτυχία. Οι στρατοί τού Ισλάμ προήλαυναν για άλλη μία φορά και τώρα ο έξαρχος της Καρχηδόνας αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Οι προηγούμενες ήττες είχαν εδραιώσει την Αραβική υπεροχή στην περιοχή. Ο Λεόντιος, παρά το στρατιωτικό του υπόβαθρο, είχε μία ανεπιτυχή αποστολή στην Καρχηδόνα. Αντί να αναφέρουν την απώλειά τους και να αντιμετωπίσουν την αναπόφευκτη οργή τού Αυτοκράτορα, τα ηττημένα στρατεύματα αποφάσισαν να ονομάσουν έναν από τους δικούς τους ως Bασιλέα (έναν Γερμανό, που ονομαζόταν Αψίμαρος) και με την υποστήριξη της ομάδας των Πρασίνων του Ιπποδρόμου (ένας σοβαρός αντίπαλος της ομάδας των Βενέτων, που ανέδειξε τον Λεόντιο στον Αυτοκρατορικό θρόνο) έθεσε στον θρόνο τον Αψίμαρο ως Τιβέριο Γ΄.[5]
Μη δυναστικός: Τιβέριος Γ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κυριαρχία του Τιβέριου Γ΄ ήταν εξίσου σύντομη, αλλά ελαφρώς πιο εντυπωσιακή για την επιτυχημένη εκστρατεία του εναντίον των Σαρακηνών. Πράγματι, φαίνεται ότι η Γερμανική του κληρονομιά (που είχε επιτρέψει σε πολλούς από το «βάρβαρο» είδος του να κατακτήσουν τη Δυτική Αυτοκρατορία) τού είχε δώσει την ίδια όρεξη για πόλεμο, με τα στρατεύματά του να φθάνουν στην Αρμενία και ακόμη και στη Συρία που ελεγχόταν από τους μουσουλμάνους.[5] Αλλά το 705 ανατράπηκε με στρατιωτική βία. Ο Ιουστινιανός Β΄, που επί δέκα χρόνια ήταν στην εξορία, επέστρεψε. Ο Ρωμαϊκός πληθυσμός δεν θα μπορούσε να ζητήσει χειρότερη ανατροπή.
Ιουστινιανός Β΄ (αποκατεστημένος)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν είχε καθαιρεθεί από τον Λεόντιο, ο Ιουστινιανός Β΄ διέφυγε στον χαγάνο των Χαζάρων, που τον καλωσόρισε και μάλιστα τού έδωσε για σύζυγο την αδελφή του. Μετονόμασε τη γυναίκα του Θεοδώρα, εγκαταστάθηκε στη Φαναγορία στην είσοδο της Αζοφικής Θάλασσας, όπου μπορούσαν να παρακολουθούν τα Αυτοκρατορικά γεγονότα. Ο Ιουστινιανός Β΄ αναγκάστηκε να ενεργήσει, όταν το 704 έφτασε η πληροφορία, ότι τον αναζητούσαν νεκρό ή ζωντανό για μία καλή ανταμοιβή. Τέτοιες φήμες επιβεβαιώθηκαν, όταν μία ομάδα στρατιωτών έφτασε στη Φαναγορία. Συνειδητοποιώντας ότι η ζωή του κινδύνευε, κάλεσε δύο από τούς αξιωματικούς (τούς οποίους υποπτευόταν ως δολοφόνους) στο σπίτι του και τούς δολοφόνησε. Αφήνοντας τη γυναίκα του στην ασφάλεια τού αδελφού της, κατέφυγε στη Βουλγαρία, τον κύριο αντίπαλο της Ρωμανίας στη Δύση. Εκεί εξασφάλισε συμφωνία με τον Βούλγαρο βασιλιά Τέρβελ: θα τού έδινε τον τίτλο τού καίσαρα, εάν τον βοηθούσε να ανακτήσει τον θρόνο τού Βυζαντίου.[5]
Αποκατάσταση και εξουσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την άνοιξη του 705 η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε περικυκλωμένη από έναν ακόμη στρατό Σλάβων και Βουλγάρων, με επικεφαλής τον Ιουστινιανό Β΄. Μετά από τρεις ημέρες αναζήτησης, οι άνδρες του βρήκαν έναν εγκαταλελειμμένο αγωγό, που περνούσε από τους τοίχους και κατάφεραν να γλιστρήσουν μέσα. Εκεί αιφνιδίασε τους κοιμισμένους φρουρούς στο Παλάτι των Βλαχερνών. Μέσα σε λίγα λεπτά, το κτίριο ήταν δικό του και ο Τιβέριος Γ΄ κατέφυγε στη Βιθυνία, ενώ οι πολίτες της πρωτεύουσας παραδόθηκαν: η εναλλακτική εξέλιξη θα ήταν μία άγρια λεηλασία, που στο μυαλό τού εκδικητικού Ιουστινιανού Β΄ ήταν αυτό που θα έπρεπε να γίνει.[5] Την επόμενη ημέρα, ο Ιουστινιανός Β΄ έλαβε τον τίτλο του Καίσαρα και τον πορφυρό ένδυμα.
Με το πραξικόπημα επιτυχές, ο Ιουστινιανός Β΄ ξεκίνησε να φέρει πίσω τη σύζυγό του και να ξεκαθαρίσει τους πολυάριθμες λογαριασμούς, που είχε με τους άπιστους υπηκόους του. Ο Τιβέριος Γ΄ και ο προκάτοχός του Λεόντιος εκτελέστηκαν και οι δύο την προηγούμενη ημέρα μετά από έναν ταπεινωτικό λιθοβολισμό στον Ιππόδρομο. Στη συνέχεια ο Πατριάρχης Καλλίνικος Α΄, του οποίου η προσβολή είχε οδηγήσει στη βιαστική υποστήριξή του στον Λεόντιο, με τις στέψεις και των δύο διαδόχων τού Ιουστινιανού Β΄ οδηγήθηκε στην τύφλωση και την εξορία στη Ρώμη.[5] Μετά από αυτό ο Ιουστινιανός Β΄ άρχισε να σκοτώνει τον αδελφό τού Τιβέριου Γ΄, τον Ηράκλειο, ο οποίος ήταν ίσως ο καλύτερος στρατηγός στην Αυτοκρατορία. Με αυτόν και το επιτελείο αξιωματικών του νεκρούς, οι γείτονες της Ρωμανίας δεν έχασαν χρόνο εκμεταλλευόμενοι τον εξασθενημένο στρατό. Ο στρατός υπέστη μεγάλες ήττες κατά των βαρβαρικών φυλών κοντά στις εκβολές του Δούναβη και χάθηκε το ζωτικό προπύργιο των Τυάνων στην Καππαδοκία.
Αποστολές εκδίκησης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ραβέννα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αποφασισμένος να κάνει τους άλλους να υποφέρουν όπως εκείνος, ο Ιουστινιανός Β΄ έστειλε μία αποστολή εναντίον της εξαρχίας της Ραβέννας, για λόγους που διαφεύγουν στους σημερινούς ιστορικούς, αν και η καθαρή τρέλα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όταν έφτασε εκεί, η αποστολή με επικεφαλής τον Θεόδωρο λεηλάτησε την πόλη, ενώ οι άνδρες του προσκάλεσαν παραπλανητικά τους αξιωματούχους σε ένα συμπόσιο, όπου τους έπιασαν και τους έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη. Μόλις έφτασαν, τους συνάντησε ο Ιουστινιανός Β΄, ο οποίος τους εκτέλεσε όλους εκτός από τον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος ωστόσο υπέστη τύφλωση και τη συνήθη εξορία: δεν μπόρεσε να επιστρέψει παρά μόνο ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν στον τάφο του. Ήταν αυτή η εκτέλεση, που οδήγησε στη λεηλασία της Ραβέννα από τον Θεόδωρο και τους άνδρες του.[5]
Στη Ρώμη όμως το κλίμα ηρέμησε ο πάπας Κωνσταντίνος ο Σύριος. Οι σχέσεις μεταξύ του πάπα και του Αυτοκράτορα είχαν βελτιωθεί πολύ, με τον Αυτοκράτορα να φιλάει τα πόδια του πάπα και να στέλνει μία εντυπωσιακή αντιπροσωπεία, για να συναντήσει τον πάπα (αποτελούμενη από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τον γιο και συναυτοκράτορα τού Ιουστινιανού Β΄). Όταν έφθασε ο πάπας στην Κωνσταντινούπολη το 711, συμφώνησε με τον Ιουστινιανό Β΄, εγκρίνοντας τελικά τους μισούς από τους 102 κανόνες, που εξακολουθούσαν να εκκρεμούν από την Πενθέκτη Σύνοδο (που ασχολήθηκε με ασήμαντα ζητήματα, που εξέτασε πριν από την εξορία του) και συμφωνώντας να εγκαταλείψει τους άλλους, ίσως λιγότερο σημαντικούς κανόνες. Ικανοποιημένος επέτρεψε στον πάπα ένα ασφαλές ταξίδι στη Ρώμη.[5]
Χερσών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη συνέχεια ο Ιουστινιανός Β΄ έβαλε στο στόχαστρο τον πρώην τόπο εξορίας του στην Κριμαία. Εκεί ο κουνιάδος του, ο χαγάνος, είχε παραβιάσει την Αυτοκρατορική επικράτεια εγκαθιστώντας έναν δικό του κυβερνήτη των Χαζάρων για να διευθύνει τη Χερσώνα. Μόλις έφτασε εκεί, η αποστολή ξεκίνησε να κάνει τη δουλειά της: αμέτρητοι πολίτες πνίγηκαν (προφανώς με βάρη) και επτά ψήθηκαν ζωντανοί. Ο Tουντούν, ο κυβερνήτης που διορίστηκε από τον χαγάνο στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη με άλλους 30. Ωστόσο, μία καταιγίδα κατέστρεψε τον στρατό του και τον στόλο του, όταν τον διέταξε να επιστρέψει. Ο Ιουστινιανός Β΄ λέγεται ότι χαιρέτησε την είδηση με πολύ γέλιο. Ένας άλλος στόλος στάλθηκε, αλλά η άφιξη του στρατού του χαγάνου έκανε τον Ιουστινιανό Β΄ να επανεξετάσει την κίνησή του προς έναν πιο διπλωματικό τρόπο. Αποφάσισε να στείλει το Tουντούν πίσω στον χαγάνο με τη συγγνώμη του και έβαλε τον Γεώργιο τον Σύριο να παρουσιάσει την Αυτοκρατορική συγγνώμη. Οι πολίτες της Χερσώνας δεν είχαν φυσικά καμία διάθεση να ακούσουν συγγνώμη, μετά από όσα είχε κάνει ο Ιουστινιανός Β΄. Όταν ο Tουντούν απεβίωσε στην πορεία, οι Χαζάροι ανέλαβαν να στείλουν τη συνοδεία του των 300 ατόμων στη μετά θάνατον ζωή μαζί του.[5]
Ανατροπή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το φιάσκο της εκστρατείας της Χερσώνας, οι πολίτες ανακήρυξαν έναν νέο άνδρα, τον Βαρδάνη (εξόριστο στρατηγό) Βασιλέα της Ρωμανίας.[5] Ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν έξαλλος με αυτή την εξέλιξη των γεγονότων. Για άλλη μία φορά άρχισε να ανακατευθύνει τους πόρους σε μία άλλη αποστολή υπό τον Πατριάρχη Μαύρο εναντίον της Χερσώνας, πόρους που θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί καλύτερα εναντίον των Αράβων ή των Βουλγάρων. Οι Χάζαροι εμφανίστηκαν στη σκηνή εμποδίζοντας την αποστολή να καταστρέψει όχι περισσότερους από δύο αμυντικούς πύργους, προτού υποχρεωθούν να συνάψουν όρους.[5] Ο Πατριάρχης συνειδητοποίησε, ότι η επιστροφή στην πρωτεύουσα με ήττα θα οδηγούσε αναμφίβολα σε μία βίαιη συνταξιοδότησή του από τα χέρια του Ιουστινιανού Β΄. Ως εκ τούτου, σε παρόμοια περίπτωση με τον σφετερισμό του Λεοντίου και του Τιβέριου Γ΄, αυτομόλησε και, έχοντας τον στρατό και το ναυτικό υπό τις διαταγές του, δήλωσε την υποστήριξή του στον αποστάτη Βαρδάνη, ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Φιλιππικό.
Καθώς ο Φιλιππικός κατευθυνόταν προς την Πρωτεύουσα, ο Ιουστινιανός Β΄ κατευθυνόταν προς την Αρμενία, μία εμπόλεμη ζώνη μεταξύ Ρωμαίων και Αράβων. Έφτασε ως τη Νικομήδεια, όταν προσπάθησε να γυρίσει πίσω, πιάστηκε στο δωδέκατο μίλι της Πρωτεύουσας και εκτελέστηκε επί τόπου.[5] Ο Φιλιππικός είχε φτάσει πριν προλάβει ο Ιουστινιανός Β΄ και τον υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες στην πρωτεύουσα.
Η Θεοδώρα, η Χαζάρα σύζυγος του Ιουστινιανού Β΄ διέφυγε σε ένα κοντινό μοναστήρι με τον γιο της και πρώην συναυτοκράτορα Τιβέριο. Το νεαρό αγόρι κρατιόταν εκεί από τον Τίμιο Σταυρό, όταν ένας στρατιώτης μπήκε μέσα και τού τράβηξε το χέρι από αυτόν. Λέγεται ότι τότε ο στρατιώτης, έβαλε τον Σταυρό με μεγάλο σεβασμό στο βωμό. Μετά από αυτή τη μάλλον ευσεβή πράξη, έσυρε στη συνέχεια το αγόρι έξω και κάτω από τη βεράντα μίας κοντινής εκκλησίας, τελείωσε τη γραμμή του Ηρακλείου και εξαφανίζοντάς την για πάντα.[5]
Παραπομπές σε πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Kaegi 2003, σελ. 21.
- ↑ Geanakoplos 1984, σελ. 344.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 287.
- ↑ 4,0 4,1 Norwich 1997, σελ. 74.
- ↑ 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 5,13 5,14 5,15 5,16 5,17 5,18 5,19 5,20 5,21 5,22 5,23 5,24 5,25 5,26 5,27 5,28 5,29 5,30 5,31 5,32 5,33 5,34 5,35 5,36 5,37 5,38 5,39 5,40 5,41 5,42 5,43 5,44 5,45 5,46 5,47 5,48 5,49 5,50 5,51 5,52 5,53 5,54 5,55 5,56 5,57 5,58 5,59 5,60 5,61 5,62 5,63 5,64 5,65 5,66 5,67 5,68 5,69 5,70 5,71 Norwich 1997
- ↑ Ostrogorsky 1997.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 Ostrogorsky 1997
- ↑ Bury 1889
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Norwich 1997, σελ. 93.
- ↑ Grant 2005.
- ↑ Ostrogorsky 1997 Ostrogorsky states in the footnotes that in Theophanes 303(under the year 622), "the expression 'the districts of the themes' shows that the process of establishing troops (themes) in specific areas of Asia Minor has already begun at this time."
- ↑ Treadgold 1997 Treadgold in the footnotes states that Constantine VII's De Thematibus first mentions the system under Constans in 668, and that because he was in the West at the time, Constans had to have first organized the themes before 662. Treadgold supposes that Constantine had access to state archives when he wrote it in the 10th century.
- ↑ Haldon, John F. (2003). Warfare, State and Society in the Byzantine World. London: Routledge. σελ. 114.
- ↑ Kazhdan 1991
- ↑ Durant (2011), p. 118.
- ↑ LIVUS (28 October 2010). "Silk Road" Αρχειοθετήθηκε 2013-09-06 στο Wayback Machine., Articles of Ancient History. Retrieved on 22 September 2016.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 Yule 1915.
- ↑ 18,0 18,1 18,2 18,3 Hirth (2000) [1885], East Asian History Sourcebook Αρχειοθετήθηκε 2014-09-10 στο Wayback Machine.. Retrieved 2016-09-22.
- ↑ Schafer 1985.
- ↑ Sezgin και άλλοι 1996, σελ. 25.