Αστεροσκοπείο
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Με τον όρο αστεροσκοπείο εννοούμε τα διάφορα επιστημονικά ιδρύματα που διαθέτουν κατάλληλο εξοπλισμό και μέσα, επανδρωμένα με κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό για την παρατήρηση και μελέτη ουρανίων σωμάτων και φαινομένων.
Δεν είναι εξακριβωμένο πότε ο άνθρωπος κατασκεύασε το πρώτο αστεροσκοπείο. Πολλοί όμως επιστήμονες θεωρούν πως ίσως ν΄ ανάγεται στον προϊστορικό άνθρωπο όπως π.χ. το μνημείο Στόνχεντζ στην Αγγλία, στην προσπάθειά του να προβλέψει τις εκλείψεις. Δεν θα πρέπει όμως και να διαφεύγει της προσοχής, το γεγονός ότι η Ελληνική Μυθολογία είναι κατάσπαρτη από ουράνιες παρατηρήσεις με αντίστοιχες σπηλαιογενέσεις θεών με πιθανό συμπέρασμα ότι στον ελλαδικό χώρο ίσως οι είσοδοι των σπηλαίων ν΄ αποτέλεσαν πρώιμα αστεροσκοπεία για την κατάτμηση και παρακολούθηση του ουράνιου θόλου.
Οι αρχαιότερες ιστορικές παρατηρήσεις από αστεροσκοπείο προέρχονται από τον Ίππαρχο (περί το 140 π.Χ.) στη Ρόδο. Επίσης στην Αλεξάνδρεια περί το 200 π.Χ. φέρεται να ιδρύθηκε το πρώτο ειδικό κτίριο για αστρονομικές παρατηρήσεις στο οποίο και εργάστηκαν ο Ερατοσθένης ο Ίππαρχος καθώς και ο Πτολεμαίος οι οποίοι και είχαν βελτιώσει τα πρώτα αστρονομικά όργανα. Στη Βυζαντινή εποχή για αστεροσκοπεία χρησιμοποιούνταν πύργοι δίπλα σε διδακτήρια, όπως και το Αστεροσκοπείο της σχολής θεωρητικών επιστημών στη Τραπεζούντα.
Το σπουδαιότερο όμως και παραγωγικότερο αστεροσκοπείο κατά τον Μεσαίωνα φέρεται να ήταν εκείνο του Πέρση Πρίγκιπα Ούλογκ Μπεγκ, εγγονού του Ταμερλάνου, στη Σαμαρκάνδη (15ος αιώνας). Το πρώτο σύγχρονο όμως αστεροσκοπείο στο χώρο της Ευρώπης θεωρείται το αστεροσκοπείο της Νυρεμβέργης που ιδρύθηκε το 1472 από τον Βάλτερ. Πλουσιότερο όμως αυτού και τελειότερο μετά την επινόηση του τηλεσκοπίου ήταν η «Ουρανιούπολη» του Δανού αστρονόμου Τύχο Μπράχε στη νήσο Βεν που ιδρύθηκε το 1576.
Η εφεύρεση του τηλεσκοπίου υπήρξε σταθμός στην αστρονομική παρατήρηση μετά την οποία και άρχισαν να ιδρύονται πολλά αστεροσκοπεία με περισσότερο εξοπλισμό. Κατά τον 20ο αιώνα άρχισε να αποδίδεται και ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή του τόπου δημιουργίας των ώστε οι παρατηρήσεις να είναι οι καλλίτερες δυνατές. Επειδή δε πολλοί αστέρες και γαλαξίες δεν είναι ορατοί στο βόρειο ημισφαίριο άρχισαν να κατασκευάζεται από το 1960 και μετά μεγάλος αριθμός αστεροσκοπείων στο νότιο ημισφαίριο όπως στην Αφρική και Νότια Αμερική.
Από τη δεκαετία επίσης του 1950 άρχισαν να λειτουργούν ή να εφοδιάζονται παλαιότερα αστεροσκοπεία με ραδιοτηλεσκόπια τα οποία μπορεί να μην εμποδίζονται από τη νέφωση ή τα φώτα των πόλεων, πλην όμως παραμένουν ευαίσθητα σε ηλεκτρονικά παράσιτα. Σήμερα τα ραδιοαστεροσκοπεία έχουν ξεπεράσει σε αριθμό τα κλασικά "οπτικά" αστεροσκοπεία.
Τέλος από το 1980 και μετά τέθηκαν σε γήινη τροχιά μη επανδρωμένα τηλεσκόπια όπου η αστρονομική παρατήρηση είναι ακόμη πιο ευκρινής λόγω της έλλειψης ατμόσφαιρας.
Στην Ελλάδα υφίστανται το Αστεροσκοπείο Αθηνών με τους αστρονομικούς σταθμούς Πεντέλης και Κρυονερίου Κορινθίας, τα πανεπιστημιακά αστεροσκοπεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών και Ιωαννίνων. Τελευταίο δε όλων είναι το Αστεροσκοπείο Χελμού στα Καλάβρυτα Αχαΐας με το κατοπτρικό τηλεσκόπιο 2,3μ. Αρίσταρχος, το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια [2].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ L'Observatoire de Meudon en 1893
- ↑ «CORDIS: Eλληνικός Κόμβος Πληροφόρησης για Έρευνα και Καινοτομία: Nέα - Εκδηλώσεις: Στο προσκήνιο: Ο "Aρίσταρχος" στρέφει και πάλι το βλέμμα του προς το Διάστημα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2009.