Αρχαία Αίγυπτος
O όρος Αρχαία Αίγυπτος αναφέρεται στον πολιτισμό ο οποίος αναπτύχθηκε στη βορειοανατολική περιοχή της Αφρικής, είναι παράκτια της νοτιοανατολικής Μεσογείου στην οποία εκβάλλει ο ποταμός Νείλος και ταυτίζεται στο σύνολο, σχεδόν, της έκτασής της με τη σημερινή Αιγύπτο. Είναι ένας από τους έξι πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα. Ο Αιγυπτιακός πολιτισμός ακολούθησε την προϊστορική Αίγυπτο και προέκυψε, ως ενότητα, περίπου το 3150 π.Χ. (κατά την συμβατική Αιγυπτιακή χρονολογία)[1] με τη διοικητική ένωση της Άνω και Κάτω Αιγύπτου από τον φαραώ Ναρμέρ (κοινώς γνωστός ως Μήνης).[2] Η ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου εκτυλίχθηκε σε μια σειρά σταθερών βασιλείων, χωριζόμενων από περιόδους σχετικής αστάθειας οι οποίες είναι γνωστές ως Ενδιάμεσες Περίοδοι: το Παλαιό Βασίλειο κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, το Μέσο Βασίλειο της μέσης εποχής του Χαλκού και το Νέο Βασίλειο της ύστερης εποχής του Χαλκού.
Η Αίγυπτος έφτασε στην ακμή της στο Νέο Βασίλειο, κατά την εποχή των Ραμσιδών, οπότε ανταγωνιζόταν επάξια την αυτοκρατορία των Χετταίων, την Ασσυριακή Αυτοκρατορία και την αυτοκρατορία Μιτάνι, ακολουθώντας αργότερα μια περίοδο αργής παρακμής. Η Αίγυπτος δέχθηκε επιθέσεις από ξένους λαούς, όπως οι Χαναναίοι/Υξώς, οι Λίβυοι, οι Νούβιοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι οι Πέρσες και οι Έλληνες (συγκεκριμένα οι Μακεδόνες) κατά την Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδο και την κλασσική & ελληνιστική αρχαιότητα. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ, ως τότε στρατηγός του, γίνεται ο νέος ηγεμόνας της Αιγύπτου. Το ελληνιστικό Πτολεμαϊκό Βασίλειο που ίδρυσε εξουσίασε την Αίγυπτο μέχρι το 30 π.Χ., όταν η Κλεοπάτρα πέθανε και η Ρώμη έκανε την Αίγυπτο ρωμαϊκή επαρχία.[3]
Η επιτυχία του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού οφείλεται αδιαμφισβήτητα και ουσιαστικά, στην ικανότητά του να προσαρμόζεται στις συνθήκες του ιδιαίτερου και αφιλόξενου, σε τρίτους, περιβάλλονυος της Κοιλάδας του Νείλου, τις εξελιγμένες, εκ των πραγμάτων, αγροτοκτηνοτροφικές μεθόδους, καθώς και της εκμετάλλευσης του «δέλτα» του. Οι προβλέψιμες πλημμύρες του Νείλου, οι οποίες σε συνδυασμό με τους μουσώνες - χαρακτηριστικών καιρικών φαινομένων της περιοχής - οι οποίοι προσέδιδαν διπλούς ετήσιους εποχιακούς κύκλους και η ελεγχόμενη άρδευση της εύφορης κοιλάδας παρήγαγε αφθονία προϊόντων, το οποίο επέφερε πυκνό πληθυσμό (ίσο με το σύνολο ετούτου της Γηραιάς Ηπείρου) με κοινωνική ανάπτυξη και εξελιγμένο πολιτισμό. Με πλεόνασμα πόρων, η διοίκηση της κοιλάδας και της γύρω ερήμου ενθάρρυνε την πρώιμη ανάπτυξη ενός αυτόνομου και ιδιαίτερου συστήματος γραφής, την οργάνωση συλλογικών κατασκευών και αγροτικών προγραμμάτων, το εμπόριο με τις γύρω περιοχές και ένας στρατός προορισμένος να αντιμετωπίζει εγχώριους και εξωτερικούς εχθρούς. Η γραφειοκρατία του διοικητικού συστήματος, η οποία κατέστησε τους γραφείς υψηλή, κοινωνικώς, τάξη, θρησκευτικοί ηγέτες και διοικητικοί αξιωματούχοι υπό τον έλεγχο του Φαραώ ενθάρρυναν και οργάνωναν αυτές τις δραστηριότητες ενώ ο ίδιος διασφάλιζε τη συνεργασία και την ενότητα του Αιγυπτιακού λαού μέσω ενός περίπλοκου συστήματος θρησκευτικών πεποιθήσεων.[4][5]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Νείλος έχει υπάρξει η ζωοδόχος πηγή των περιοχών από τις οποίες διέρχεται, για μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας.[6] Η εύφορη κοιλάδα του, με τις περιοδικές πλημμύρες, έδωσε στους ανθρώπους την ευκαιρία να αναπτύξουν μια σταθερή, πάγια αγροτική οικονομία και μια πιο περίτεχνη, συγκεντρωτική κοινωνία που έγινε ακρογωνιαίος λίθος στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.[7] Νομάδες, ως σύγχρονοι τροφοσυλλέκτες άρχισαν να κατοικούν την κοιλάδα του Νείλου στο τέλος του Μέσου Πλειστόκαινου περίπου πριν 120 χιλιάδες χρόνια. Από τα τέλη της Παλαιολιθικής περιόδου, το ερημικό ξηρό κλίμα της Βόρειας Αφρικής έγινε βαθμιαία θερμότερο και ξηρότερο, αναγκάζοντας τους πληθυσμούς της περιοχής να συγκεντρωθούν στην παραποτάμια περιοχή.
Προδυναστική περίοδος (περίπου 5500 - 3000 π.Χ.) [8]
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την Προδυναστική και Πρώιμη Δυναστική Περίοδο, το κλίμα της Αιγύπτου ήταν, αισθητά, λιγότερο ερημικό σε σχέση με το σημερινό. Μεγάλες εκτάσεις της Αιγύπτου καλύπτονταν από δασωμένη σαβάνα και τις διέσχιζαν κοπάδια οπληφόρων χορτοφάγων. Το φύλλωμα και η πανίδα ήταν πολύ πιο κοινά σε όλες τις περιοχές και η περιοχή του Νείλου έτρεφε μεγάλους πληθυσμούς waterfowl (είδος υδρόβιου πτηνού). Το κυνήγι ήταν, ενδεχομένως, κοινή δραστηριότητα για τους Αιγύπτιους και πολλά ζώα εξημερώθηκαν αυτήν την περίοδο.[9] Μέχρι το 5500 π.Χ., μικρές φυλές που διαβιούσαν στην κοιλάδα του Νείλου είχαν εξελιχθεί σε μια σειρά πολιτισμών, τοπικής κλίμακας, επιδεικνύοντας ιδιαίτερα αποδοτικές μεθόδους στη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως προσδιορίζεται από την αγγειοπλαστική και τα αντικείμενα προσωπικής χρήσης όπως, χτένες, βραχιόλια και χάντρες. Ο σπουδαιότερος από αυτούς τους πολιτισμούς στην άνω Αίγυπτο ήταν οι Πολιτισμός Μπαντάρι, που πιθανώς προήλθαν από τη Δυτική Έρημο· διακρινόταν για τα υψηλής ποιότητας κεραμικά του, τα λίθινα εργαλεία και τη χρήση του χαλκού.[10]
Τον πολιτισμό Μπαντάρι ακολούθησαν οι πολιτισμοί των Αμρατίων (Νακάντα I) και των Γκερζέχ (Νακάντα II),[11] που επέφεραν σειρά τεχνολογικών βελτιώσεων. Τουλάχιστον από την Περίοδο Νακάντα I, οι κάτοικοι της προδυναστικής Αιγύπτου εισήγαγαν οψιανό (ή οψιδιανό) από την περιοχή της Αιθιοπίας, τον οποίο χρησιμοποιούσαν για τη διαμόρφωση λεπίδων και άλλων αντικειμένων από μακρόστενα κομμάτια λίθων.[12] Την εποχή των Νακάντα II, υπάρχουν πρώιμα στοιχεία επαφής με την Εγγύς Ανατολή, ειδικά με τη Χαναάν και την ακτή της Βύβλου.[13] Στη διάρκεια μιας χιλιετίας, ο πολιτισμός Νακάντα εξελίχθηκε από μερικές μικρές αγροτικές κοινότητες σε έναν ισχυρό πολιτισμό, οι ηγέτες του οποίου είχαν πλήρη έλεγχο επί των ανθρώπων και των πόρων της κοιλάδας του Νείλου.[14] Εγκαθιδρύοντας ένα κέντρο εξουσίας στην Ιερακόπολη, και αργότερα στην Άβυδο, οι ηγεμόνες Νακάντα III επέκτειναν τον έλεγχό τους επί της Αιγύπτου βορείως στην Άνω Αίγυπτο, κατά μήκος του Νείλου.[15] Διεξήγαγαν, επίσης, εμπόριο με τη Νουβία στα νότια, με ορισμένες από τις οάσεις της δυτικής ερήμου και τους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, στα ανατολικά.[15] Βασιλικές Νουβικές ταφές στο Κουστούλ έδωσαν αντικείμενα που φέρουν τα αρχαιότερα γνωστά παραδείγματα Αιγυπτιακών δυναστικών συμβόλων, όπως το λευκό στέμμα της Αιγύπτου και το γεράκι.[16][17]
Πρωτοδυναστική (περίπου 3150–2686)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παλαιό Βασίλειο (2686–2181)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτο Ενδιάμεσο (2181–2055)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το « Πρώτο Ενδιάμεσο » είναι από το 1926 από τους Georg Steindorff και Henri Frankfort.
Μέσο Βασίλειο (2134–1690)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το « Μέσο Βασίλειο » είναι από το 1845 από τους Karl Josias von Bunsen (25 Αυγούστου 1791 – 28 Νοεμβρίου 1860).
Δεύτερο Ενδιάμεσο (1674–1549)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το « Δεύτερο Ενδιάμεσο » είναι από το 1942 μέσω Hanns Stock (7 Οκτωβρίου 1908 - 23 Ιουλίου 1966).
Νέο Βασίλειο (1549–1069)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Φαραώ του Νέου Βασιλείου εγκαθίδρυσαν μια περίοδο ευημερίας άνευ προηγουμένου διασφαλίζοντας τα σύνορα τους και ενδυναμώνοντας τοις διπλωματικές σχέσεις με τους γείτονες τους, όπως οι Μιτάνι, η Ασσυρία και η Χαναάν. Εκστρατείες του Τούθμωση Α΄ και του εγγονού του Τούθμωση Γ΄ διεύρυναν την επιρροή των Φαραώ σε μια από τις μεγαλύτερες εκτάσεις που είχε σημειώσει, ως τότε, η Αίγυπτος. Μεταξύ των βασιλειών τους, η Χατσεψούτ, εν γένει, επέβαλε την ειρήνη και αποκατέστησε τους εμπορικούς δρόμους που είχαν απολεσθεί κατά την κατοχή από τους Υξώς, καθώς επίσης, επεκτάθηκαν σε νέες περιοχές. Όταν πέθανε ο Τούθμωσις Γ΄ το 1425 π.Χ., η Αίγυπτος κατείχε μια αυτοκρατορία από τη Niya στη βορειοδυτική Συρία μέχρι τον τέταρτο καταρράκτη του Νείλου στη Νουβία, θεμελιώνοντας συμμαχίες και επιτρέποντας την πρόσβαση καίριων προϊόντων όπως ο μπρούντζος και το ξύλο.[18]
Τρίτο Ενδιάμεσο (1070-69 – 664-653) [19]
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ύστερη περίοδος (712–332) [20]
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πτολεμαϊκός (332–30)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ρωμαϊκή περίοδος (30 – 641)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από γεωγραφικής άποψης, το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας Αιγύπτου καταλάμβανε τμήμα της βόρειας Αφρικής αν και η χερσόνησος του Σινά βρίσκεται στη νοτιοδυτική Ασία. Είχε τις ίδιες ακτογραμμές στην Ερυθρά και τη Μεσόγειο θάλασσα με τη Λιβύη προς δυσμάς, το σημερινό Σουδάν, νότια, και την Παλαιστίνη, ανατολικά. Ουσιαστικά, κατά την περίοδο εκείνη διαιρείτο σε δύο βασίλεια, γνωστά ως Άνω (νότια) και Κάτω (βόρεια) Αίγυπτος. Στην πραγματικότητα τούτος ο γεωγραφικός προσδιορισμός ακολουθούσε τον άξονα του Νείλου ποταμού. Ο Νείλος, γύρω από τον οποίο συναθροιζόταν και συνεχίσει να συναθροίζεται το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, υπήρξε ζωοδότρια πηγή του Αιγυπτιακού πολιτισμού, ήδη από την εποχή του Λίθου και τον πολιτισμό Νακάντα. Τα δύο βασίλεια ενωμένα σχημάτιζαν ότι αποκαλούσε ο Ηρόδοτος μαύρη γη (Ηροδότου, Β,12). Το όνομα μαύρη γη (kmt) ή Κεμέτ προέκυψε, πιθανώς, εξαιτίας των σκοτεινόχρωμων αποθέσεων από τις πλημμύρες του Νείλου.
Ζητήματα αιγυπτιακής ιστορίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μεγαλύτερη των τριών χιλιετιών ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου χωρίζεται σε οκτώ ή εννέα περιόδους, οι οποίες αποκαλούνται ενίοτε Βασίλεια και εν τάχει αναλύονται στο παρακάτω χρονολόγιο. Αυτή η σύγχρονη ταξινόμηση είναι αυθαίρετη και βασίζεται σε κοινωνικά κριτήρια ευημερίας, ενότητας και διακυβέρνησης από μία κεντρική εξουσία. Οι ίδιοι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν ομαδοποιούσαν τους κυβερνήτες τους βάσει τέτοιων κριτηρίων. Αντίθετα χρησιμοποιούσαν την έννοια των δυναστειών σε όλη την ιστορική τους διαδρομή. Η Στήλη του Παλέρμο απλώς κατονομάζει όλους τους βασιλείς, χωρίς να υποδεικνύει κάποιο είδος ομαδοποίησης. Ο Κανόνας του Τορίνο ομαδοποιεί τους βασιλείς ή βασίλισσες σύμφωνα με την διαδοχή ή καταγωγή τους.
Τη διάκριση των τριάντα δυναστειών, όπως τη χρησιμοποιούμε σήμερα, την οφείλουμε στον Μανέθωνα, τον Αιγύπτιο ιερέα που έζησε στις αρχές της Πτολεμαϊκής περιόδου. Σε πολλές περιπτώσεις όμως δεν είναι απόλυτα κατανοητό γιατί ο Μανέθων ομαδοποίησε ορισμένους βασιλείς σε μια δυναστεία και άλλους σε κάποια άλλη. Για παράδειγμα η 18η Δυναστεία ξεκινά με τον Άμασις (Αχμόσες), αδελφό του τελευταίου βασιλιά της 17ης δυναστείας του Μανέθωνα. Θεωρητικά ο Άμασις και ο Μάριος, θα έπρεπε να ταξινομούνται στην ίδια δυναστεία.
Ορισμένοι Αιγυπτιολόγοι προσπάθησαν να εγκαταλείψουν την ιδέα των Βασιλείων και των δυναστειών, χρησιμοποιώντας απλώς την χρονολογική ταξινόμηση. Ωστόσο, χάριν συμφωνίας με την υπάρχουσα βιβλιογραφία και τους δικτυακούς τόπους που ασχολούνται με το θέμα, το παρακάτω χρονολόγιο ακολουθεί αυτή την ταξινομητική αρχή.
Χρονολόγιο της αρχαίας Αιγύπτου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιτισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καθημερινή ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι περισσότεροι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν αγρότες προσδεδεμένοι στη γη. Οι κατοικίες τους περιορίζονταν σε μέλη της άμεσης οικογένειας και ήταν χτισμένα από λασπότουβλα σχεδιασμένα να παραμένουν δροσερά μέσα στη ζέστη της ημέρας. Κάθε σπίτι είχε μια κουζίνα με ανοιχτή οροφή, η οποία περιείχε μια μυλόπετρα για άλεσμα σιτηρών και έναν μικρό φούρνο για ψήσιμο του ψωμιού.[21] Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι λευκοί και μπορούσαν να καλυφθούν από αποξηραμένα λινά πλαίσια. Τα πατώματα καλύπτονταν με χαλιά από χόρτα, ενώ η επίπλωση περιελάμβανε ξύλινα σκαμνιά, υπερυψωμένα κρεβάτια και ατομικά τραπέζια αποτελούσαν μέρη της επίπλωσης.[22]
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έδιναν μεγάλη σημασία στην υγιεινή και την εμφάνιση. Οι περισσότεροι έκαναν μπάνιο στο Νείλο και χρησιμοποιούσαν σαπούνια με υφή πάστας από ζωικό λίπος και κιμωλία. Οι άντρες ξύριζαν ολόκληρο το σώμα τους για καθαριότητα· αρώματα και ευωδιαστές αλοιφές κάλυπταν τις κακοσμίες και απάλυναν το δέρμα.[23] Ο ρουχισμός κατασκευαζόταν από απλά φύλλα λινού που αποχρωματίζονταν για να λευκανθούν, και μέλη της ανώτερης τάξης και των δύο φύλων φορούσαν περούκες, κοσμήματα και καλλυντικά. Τα παιδιά δε φορούσαν ρούχα μέχρι την ωρίμανσή τους, περίπου στην ηλικία των 12, και σε αυτή την ηλικία τα αγόρια υποβάλλονταν σε περιτομή και τους ξύριζαν το κεφάλι. Οι μητέρες ήταν υπεύθυνες για τη φροντίδα των παιδιών, ενώ ο πατέρας κέρδιζε το οικογενειακό εισόδημα.[24]
Η μουσική και ο χορός ήταν δημοφιλείς τρόποι ψυχαγωγίας για εκείνους που μπορούσαν να τις αντέξουν οικονομικά. Τα πρώιμα όργανα περιελάμβαναν φλάουτα και άρπες, ενώ όργανα παρόμοια με τρομπέτες, όμποε και αυλούς αναπτύχθηκαν αργότερα και έγιναν δημοφιλή. Στο Νέο Βασίλειο, οι Αιγύπτιοι έπαιζαν με κουδούνια, κύμβαλα, ντέφι,τύμπανα και εισαγόμενα παραλληλόχορδα έγχορδα και λύρες από την Ασία.[25] Το σείστρο ήταν ένα κροταλιστό μουσικό όργανο που ήταν ιδιαίτερα σημαντικό σε θρησκευτικές τελετές.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι απολάμβαναν μια ποικιλία δραστηριοτήτων αναψυχής, περιλαμβανομένων παιχνιδιών και μουσικής. Το σενέτ, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι όπου κομμάτια μετακινούνταν σύμφωνα με τυχαίες πιθανότητες, ήταν πολύ δημοφιλές από την πρότερη περίοδο· Ένα παρόμοιο παιχνίδι ήταν το μέχεν , το οποίο είχε ένα στρογγυλό ταμπλό παιχνιδιού. Τα ζογκλερικά και τα παιχνίδια με μπάλες ήταν πολύ δημοφιλή μεταξύ των παιδιών, καθώς και η πάλη όπως φαίνεται από ένα τάφο στο Beni Hasan.[26] Τα πλούσια μέλη της αρχαίας Αιγυπτιακής κοινωνίας απολάμβαναν επίσης το κυνήγι και τα ταξίδια με πλοία.
Οι ανασκαφές στο χωριό των εργατών του Deir el-Madinah ανέδειξαν μερικά από τα πιο τεκμηριωμένα ευρήματα κοινοτικής ζωής στον αρχαίο κόσμο που διανύει σχεδόν τέσσερις αιώνες. Δεν υπάρχει συγκρίσιμη τοποθεσία στην οποία οργάνωση, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης μιας κοινότητας μελετήθηκαν με τόση λεπτομέρεια.[27]
Θρησκεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Αιγυπτιακό πάνθεο αποτελούνταν από πολλούς θεούς οι οποίοι προστάτευαν και βοηθούσαν τους ανθρώπους οι οποίοι τους τιμούσαν και εξευμένιζαν με προσευχές και αναθήματα, ενώ ο Φαραώ ήταν ο γιός του Όσιρι ενός από σημαντικούς θεούς τους. Άλλες σημαντικές θεότητες είναι ο Αμόν Ρα και η Ίσις. Η ιεραρχία των θεοτήτων δεν ήταν στατική αλλά μεταβάλλονταν, και οι ιερείς δεν είχαν θεσπίσει ένα ενιαίο σύστημα για την οργάνωση του πλήθους των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων.[28] Η ποικιλία αυτή των μυριάδων παραδόσεων, οι οποίες μερικές φορές επικάλυπταν η μία την άλλη, θεωρούνταν πως ήταν διαφορετικά επίπεδα επί των πολλών όψεων της πραγματικότητας.[29]
Οι ναοί της αρχαίας Αιγύπτου δεν ήταν μέρη δημόσιας λατρείας και συγκέντρωσης των πιστών, παρά τοποθεσίες όπου οι ιερείς φρόντιζαν να αποδώσουν τιμές στις θεότητες, τα αγάλματα των οποίων συνήθως βρισκόταν στο κέντρο του ναού. Οι μόνες εξαιρέσεις όπου συγκεντρώνονταν πλήθος πιστών ήταν κατά τις εορτές, όπου αυτό γινόταν έξω από τους ναούς με τη περιφορά των αγαλμάτων των θεών και την απόδοση τιμών σε αυτούς. Οι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να διαθέτουν τα προσωπικά τους αγάλματα και αγαλματίδια στο σπίτι τους προς λατρεία, καθώς και διέθεταν και φυλακτά τα οποία προσέφεραν προστασία έναντι των δυνάμεων του χάους.[30] Μετά την ίδρυση του Νέου Βασιλείου -1500 π.Χ. και έπειτα-, ο ρόλος του Φαραώ ως μεσολαβητή των θεών ελαχιστοποιήθηκε και τα θρησκευτικά έθιμα μετατοπίστηκαν προς την απευθείας λατρεία των θεών από τους ανθρώπους. Έτσι τα ιερά απέκτησαν ιερομάντεις για την γνωστοποίηση της θέλησης των θεών στον λαό.[31]
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν πως ο κάθε άνθρωπος αποτελείται από το φυσικό και το πνευματικό μέρος του. Έτσι πέρα από το σώμα, το κάθε άτομο είχε επίσης την σκιά του (σουτ), την ψυχή του (μπα), την ζωτική δύναμη του (κα), καθώς και το όνομα του.[32] Η πηγή των σκέψεων και των συναισθημάτων θεωρούνταν η καρδιά, αντί για το κεφάλι. Μετά τον θάνατο του ανθρώπου, τα πνευματικά χαρακτηριστικά που κατείχε απελευθερώνονταν από το σώμα του και μπορούσαν να μετακινηθούν αυτόνομα, ωστόσο χρειάζονταν ένα σώμα -ή υποκατάστατο σώματος όπως άγαλμα- ως μόνιμη έδρα. Μετά τον θάνατο ο υπέρτατος σκοπός ήταν η επανένωση της ψυχής με τη ζωτική δύναμη, έτσι ώστε να έχουν μια ήρεμη και ολοκληρωμένη μεταθανάτια ζωή (ακ). Για να συμβεί αυτό, το άτομο κρινόταν μεταθανάτια ως προς τον πρότερο βίο του, και αν κρινόταν άξιο τότε μπορούσε να συνεχίσει να κυκλοφορεί στη γη ως πνεύμα.[33]
Στρατός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αρχαίος αιγυπτιακός στρατός ήταν ένας βασικός λόγος της υπεροχής της Αιγύπτου ενάντια σε ξένους εισβολείς και για τη διατήρηση της κυριαρχίας της Αιγύπτου στην Εγγύς Ανατολή. Ο στρατός προστάτευε τις εκστρατείες εξόρυξης στο Σινά κατά το Αρχαίο Βασίλειο και συμμετείχε σε εμφύλιους πολέμους στην Πρώτη και Δεύτερη Ενδιάμεση Περίοδο. Ο στρατός συντηρούσε τις οχυρώσεις κατά μήκος σημαντικών εμπορικών δρόμων, όπως εκείνους κοντά στην πόλη Μπουχέν στη διαδρομή προς τη Νουβία. Οχυρά κατασκευάζονταν ακόμα για να χρησιμοποιηθούν σαν στρατιωτικές βάσεις, όπως το φρούριο στο Σίλε, το οποίο ήταν βάση επιχειρήσεων προς το Λεβάντε. Στο Νέο Βασίλειο, μια σειρά φαραώ χρησιμοποίησαν τον τακτικό Αιγυπτιακό στρατό για να κατακτήσουν το Βασίλειο του Κους και μέρη του Λεβάντε.[34]
Ο τυπικός εξοπλισμός του στρατού περιελάμβανε τόξα και βέλη, δόρατα και ασπίδες από τεντωμένο δέρμα ζώων πάνω σε ξύλινο πλαίσιο. Στο Νέο Βασίλειο ο στρατός άρχισε να χρησιμοποιεί άρματα που είχαν εισαγάγει πρώτοι οι εισβολείς Υξώς. Ο οπλισμός συνέχισε να βελτιώνονται μετά την εισαγωγή του χαλκού. Κατά το Νέο Βασίλειο, ο στρατός άρχισε να χρησιμοποιεί άρματα που είχαν προηγουμένως εισαχθεί από τους εισβολείς Υξώς. Οπλισμός και πανοπλίες συνέχισαν να βελτιώνονται μετά την υιοθέτηση κραμάτων του χαλκού: οι ασπίδες κατασκευάζονταν πλέον από συμπαγές ξύλο με bronze buckle, spears were tipped with a bronze point, and the Khopesh was adopted from Asiatic soldiers.[35] Ο φαραώ απεικονιζόταν συχνά να ιππεύει στην κεφαλή του στρατού· έχει γίνει ισχυρισμός ότι τουλάχιστον μερικοί φαραώ, όπως ο Σεκενένρε Τάο Β' και οι γιοι του, όντως το έκαναν αυτό.[36] Όμως έχει ειπωθεί ότι "βασιλείς αυτής της περιόδου δεν συμμετείχαν σαν ηγέτες στην πρώτη γραμμή του πολέμου μαζί με τα στρατεύματά τους."[37] Οι στρατιώτες επιστρατεύονταν από το γενικό πληθυσμό, αλλά κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το τέλος του Νέου Βασιλείου, προσλαμβάνονταν μισθοφόροι από τη Νουβία, το Κους και τη Λιβύη για να πολεμήσουν για την Αίγυπτο.[38]
Τεχνολογία, ιατρική και μαθηματικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τεχνολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην τεχνολογία, την ιατρική και τα μαθηματικά η αρχαία Αίγυπτος πέτυχε μια σχετικά υψηλή στάθμη παραγωγικότητας και πολυπλοκότητας. Ο παραδοσιακός εμπειρισμός, όπως αποδεικνύει ο Έντουιν Σμιθ και Ebers papyri (περ. 1600 π.Χ.), αποδίδεται για πρώτη φορά στην ιστορία στην Αίγυπτο. Οι Αιγύπτιοι δημιούργησαν το δικό τους αλφάβητο και δεκαδικό σύστημα.
Φαγεντιανή και γυαλί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ακόμη και πριν το Παλαιό Βασίλειο, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν αναπτύξει ένα υαλώδες υλικό γνωστό ως φαγεντιανή, το οποίο επεξεργάζονταν σαν ένα είδος τεχνητού και ημιπολύτιμου λίθου. Η φαγεντιανή είναι ένα μη αργιλούχο κεραμικό από διοξείδιο του πυριτίου, μικρές ποσότητες ασβέστη και σόδα, καθώς και ένα χρωματικό παράγοντα, συνήθως χαλκό.[39] ΤΟ υλικό χρησιμοποιείτο για την κατασκευή χαντρών, αγαλματιδίων και μικρών εμπορεύσιμων κεραμικών. Διάφορες μέθοδοι μπορούν να οδηγήσουν στην δημιουργία φαγεντιανής αλλά τυπικά η παραγωγή γινόταν με εφαρμογή των κονιορτοποιημένων υλικών σε μορφή πάστας πάνω σε πυρήνα αργίλου, ο οποίος ακολούθως ψηνόταν στη φωτιά. Με μια σχετική τεχνική παραγόταν μια βαφή γνωστή σαν Αιγυπτιακό μπλε ή μπλε frit, που παράγεται με σύντηξη (ή πυροσυσσωμάτωση) διοξειδίου του πυριτίου, χαλκού, ασβέστη και ενός αλκαλίου όπως το νάτρον. Το προϊόν κονιορτοποιείται και χρησιμοποιείται ως βαφή.[40]
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι μπορούσαν να κατασκευάσουν μια μεγάλη γκάμα αντικειμένων από γυαλί με μεγάλη δεξιοτεχνία,αλλά δεν είναι σαφές αν ανέπτυξαν αυτή τη διαδικασία ανεξάρτητα.[41] Είναι επίσης ασαφές αν έφτιαχναν δικό τους raw glass or merely imported pre-made ingots, which they melted and finished. Διέθεταν όμως τεχνική αρτιότητα στην κατασκευή αντικειμένων αλλά και στην προσθήκη trace elements για τον έλεγχο του χρώματος του φινιρισμένου γυαλιού. Μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πλειάδα χρωμάτων όπως το κίτρινο, το κόκκινο το πράσινο, το μπλε, το μωβ και το λευκό ενώ το γυαλί μπορούσε να γίνει είτε διαφανές είτε αδιαφανές.[42]
Ιατρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ιατρικά προβλήματα των αρχαίων Αιγυπτίων πήγαζαν απευθείας από το περιβάλλον τους. Η ζωή και η εργασία κοντά στο Νείλο επέσειε τον κίνδυνο ελονοσίας και παράσιτα εκφυλιστικής σχιστοσωμίασης, που προκαλούσαν ηπατικές και εντερικές βλάβες. Επικίνδυνα ζώα όπως οι κροκόδειλοι και οι ιπποπόταμοι ήταν επίσης συνηθισμένη απειλή. Οι ισόβιος κόπος των κατασκευών και της γεωργίας επέβαλλε πίεση στη σπονδυλική στήλη και στις αρθρώσεις, ενώ σοβαροί τραυματισμοί στις κατασκευές και τους πολέμους συσσώρευαν μη ευκαταφρόνητη ζημιά στο σώμα. Τα μικροθραύσματα από τις μυλόπετρες και την άμμο τρίβονταν και έσκαβαν τα δόντια, κάνοντάς τα ευάλωτα σε abscesses (αν και η τερηδόνα σπάνιζε).[43]
Οι πλούσιοι απολάμβαναν δίαιτες πλούσιες σε σάκχαρα, που συνεισέφεραν στην εμφάνιση περιοδοντίτιδας.[44] Παρά τις κολακευτικές σωματικές διαπλάσεις που απεικονίζονται σε τοίχους ταφικών μνημείων, οι υπέρβαρες μούμιες πολλών μελών της ανώτερης τάξης δείχνουν τα αποτελέσματα μιας ασυλλόγιστης ζωής.[45] Το προσδόκιμο ζωής κυμαινόταν περίπου στα 35 για τους άντρες και τα 30 για τις γυναίκες, αλλά η ενηλικίωση ήταν δύσκολο να συμβεί καθώς ένα τρίτο του πληθυσμού περίπου πέθαινε σε βρεφική ηλικία.[46]
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γιατροί ήταν φημισμένοι στην αρχαία Εγγύς Ανατολή για τις θεραπευτικές τους ικανότητες και μερικοί εξ αυτών, όπως ο Ιμχοτέπ, παρέμειναν διάσημοι για πολύ μετά το θάνατό τους.[47] Ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι υπήρχε υψηλός βαθμός εξειδίκευσης στις τάξεις των Αιγυπτίων γιατρών, καθώς μερικοί περιποιούνταν μόνο το κεφάλι ή το στομάχι ενώ άλλοι ήταν οφθαλμίατροι και οδοντίατροι.[48] Η εκπαίδευση των γιατρών λάμβανε χώρα στο Per Ankh ή "Οίκο της Ζωής", κυρίως σε αυτούς τους οίκους που βρίσκονταν στη Βούβαστη κατά το Νέο Βασίλειο και στην Άβυδο και τη Σάιδα κατά την Ύστερη περίοδο. Αιγυπτιακοί ιατρικοί πάπυροι δείχνουν εμπειρική γνώση της ανατομίας, των τραυμάτων και πρακτικών θεραπειών.[49]
Αιγυπτιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μεγαλοπρέπεια και η μακροβιότητα του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού γοήτευε ήδη από την αρχαιότητα. Από το 1400 π.Χ. ο βασιλιάς Τούθμωσις Δ' πραγματοποιούσε ανασκαφές στη Γκίζα ενώ ο Ηρόδοτος άφησε μία λεπτομερή αφήγηση της περιήγησής του στην Αίγυπτο το 450 π.Χ. Η σύγχρονη αιγυπτιολογία πάντως ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1798 με τη μελέτη της χώρας που ζήτησε ο Ναπολέων Α΄ της Γαλλίας. Οι Γάλλοι λόγιοι συγκέντρωσαν το υλικό για το έργο-σταθμό Description de l’Égypte (Περιγραφή της Αιγύπτου) κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής (1798-1802). Ο Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν (1790-1832) ήταν ο Γάλλος γλωσσολόγος, η εξαιρετική δουλειά του οποίου στην αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών υπήρξε το σημαντικότερο γεγονός στην ανάπτυξη της αιγυπτιολογίας. Τα ιερογλυφικά χρησιμοποιούνταν ήδη από το 3200 π.Χ. και είναι το παλαιότερο γνωστό σύστημα γραφής. Τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για θρησκευτικούς λόγους και η τελευταία χρονολογήσιμη χρήση τους ήταν στο Ναό της Φίλαι το 394 μ.Χ., όταν η γραφή αυτή περιλάμβανε πάνω από 6.000 χαρακτήρες.
Η αιγυπτιολογία είναι μια σχετικά νέα επιστήμη αλλά έχουν γίνει τεράστια άλματα από τότε που ο Σαμπολιόν έδειξε το δρόμο προς την αρχαία αιγυπτιακή ιστορία. Έκτοτε το θέμα αυτό αναπτύσσεται διαρκώς. Από τη δεκαετία του 1990, οι υπολογιστές και τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια έχουν αντικαταστήσει τις αξίνες και τα φτυάρια. Σήμερα οι αιγυπτιολόγοι έχουν στη διάθεσή τους νέες τεχνολογίες, τόσο στο εργαστήριο όσο και στις ανασκαφές, ακόμη και κάτω από το νερό. Η αποκατάσταση και συντήρηση των αρχαίων αντικειμένων είναι μία λεπτή και επίπονη διαδικασία που πρέπει να γίνεται σε αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες. Τα σύγχρονα μέσα, όπως ο αξονικός τομογράφος, η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα, η ανάλυση του DNA, τα ενδοσκόπια και τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια έχουν συμβάλλει στην ακριβέστερη χρονολόγηση και την κατανόηση των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Με την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν και της λίμνης Νάσερ (1960-1971) πολλοί ναοί και τάφοι κατά μήκος του Νείλου κινδύνευαν να βυθιστούν. Οι ανησυχίες για την απώλεια τέτοιων αρχαιολογικών θησαυρών οδήγησε την UNESCO να προωθήσει μία διεθνή εκστρατεία διάσωσης για την οποία απαιτούνταν τρία στάδια: η επιθεώρηση της περιοχής, η ανασκαφή των τοποθεσιών και η μεταφορά όσων μνημείων διέτρεχαν κίνδυνο. Είκοσι μνημεία από την αιγυπτιακή Νουβία και τέσσερα από το Σουδάν διαλύθηκαν προσεκτικά και συναρμολογήθηκαν εκ νέου σε απόσταση ασφαλείας από την αρχική τοποθεσία τους. Οι δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις αφορούσαν το μεγάλο ναό του Αμπού Σιμπέλ και το συγκρότημα ναών στη Φίλαι.
Το 1996 μία ομάδα με επικεφαλής το Γάλλο ερευνητή εναλίων αρχαιοτήτων Φρανκ Γκοντιό άρχισε την εξερεύνηση της βυθισμένης βασιλικής πόλης της Αλεξάνδρειας, όπου βρισκόταν η αυλή της Κλεοπάτρας. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί εκεί αγάλματα, σφίγγες και κεραμικά[50].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Chronology». Digital Egypt for Universities, University College London. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2008.
- ↑ Dodson (2004) p. 46
- ↑ Clayton (1994) p. 217
- ↑ James (2005) p. 8
- ↑ Manuelian (1998) pp. 6–7
- ↑ Shaw (2002) pp. 17, 67–69
- ↑ Shaw (2002) p. 17
- ↑ Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), https://www.namuseum.gr/collection/prodynastiki-protodynastiki-periodos/, https://www.namuseum.gr/,
- ↑ Ikram, Salima (1992). Choice Cuts: Meat Production in Ancient Egypt. University of Cambridge. σελ. 5. ISBN 978-90-6831-745-9. LCCN 1997140867. OCLC 60255819. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2009.
- ↑ Hayes (1964) p. 220
- ↑ Childe, V. Gordon (1953), New Light on the Most Ancient Near East, (Praeger Publications)
- ↑ Barbara G. Aston, James A. Harrell, Ian Shaw (2000). Paul T. Nicholson and Ian Shaw editors. "Stone," in Ancient Egyptian Materials and Technology, Cambridge, 5–77, pp. 46–47. Also note: Barbara G. Aston (1994). "Ancient Egyptian Stone Vessels," Studien zur Archäologie und Geschichte Altägyptens 5, Heidelberg, pp. 23–26. (See on-line posts: [1] and [2].)
- ↑ Patai, Raphael (1998), Children of Noah: Jewish Seafaring in Ancient Times (Princeton Uni Press)
- ↑ «Chronology of the Naqada Period». Digital Egypt for Universities, University College London. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2008.
- ↑ 15,0 15,1 Shaw (2002) p. 61
- ↑ Emberling, Geoff (2011). Nubia: Ancient Kingdoms of Africa. New York: Institute for the Study of the Ancient World. σελ. 8. ISBN 978-0-615-48102-9.
- ↑ «The Qustul Incense Burner».
- ↑ James (2005) p. 48
- ↑ https://www.metmuseum.org/toah/hd/tipd/hd-tipd.htmb (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη), https://www.metmuseum.org/)
- ↑ https://www.namuseum.gr/collection/ysteri-periodos/
- ↑ Manuelian (1998) p. 401
- ↑ Manuelian (1998) p. 403
- ↑ Manuelian (1998) p. 405
- ↑ Manuelian (1998) pp. 406–7
- ↑ «Music in Ancient Egypt». Digital Egypt for Universities, University College London. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2008.
- ↑ Manuelian (1998) p. 126
- ↑ "The Cambridge Ancient History: II Part I, The Middle East and the Aegean Region, c. 1800 – 13380 B.C", Edited I.E.S Edwards–C.JGadd–N.G.L Hammond-E.Sollberger, Cambridge at the University Press, p. 380, 1973, ISBN 0-521-08230-7
- ↑ James (2005) p. 102
- ↑ "The Oxford Guide: Essential Guide to Egyptian Mythology", edited by Donald B. Redford, p. 106, Berkley Books, 2003, ISBN 0-425-19096-X
- ↑ James (2005) p. 117
- ↑ Shaw (2002) p. 313
- ↑ Allen (2000) pp. 79, 94–5
- ↑ Wasserman, et al. (1994) pp. 150–3
- ↑ Shaw (2002) p. 245
- ↑ Manuelian (1998) pp. 366–67
- ↑ Clayton (1994) p. 96
- ↑ Shaw, Garry J. (2009). «The Death of King Seqenenre Tao». Journal of the American Research Center in Egypt 45.
- ↑ Shaw (2002) p. 400
- ↑ Nicholson (2000) p. 177
- ↑ Nicholson (2000) p. 109
- ↑ Nicholson (2000) p. 195
- ↑ Nicholson (2000) p. 215
- ↑ Filer (1995) p. 94
- ↑ Filer (1995) pp. 78–80
- ↑ Filer (1995) p. 21
- ↑ Στοιχεία αφορούν το ενήλικο προσδόκιμο ζωής και δεν αντικατοπτρίζουν το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση. Filer (1995) p. 25
- ↑ Filer (1995) p. 39
- ↑ Strouhal (1989) p. 243
- ↑ Stroual (1989) pp. 244–46
- ↑ Αίγυπτος, σελ. 20-21, Explorer (2007)
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Alfred C., (1961), The Egyptians, Thames and Hudson:London
- Ions, V., (1986), Egyptian Mythology, Newnes Books: London
- James, T.H., (1979, An Introduction to Ancient Egypt, British Museum Publications: London
- Χαράλαμπος Μπούρας (Δεκέμβριος 1999). «XX». Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής (1ος τόμος). Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία. σελ. 488. ISBN 9789602660621.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Aegean Egyptology: η Αιγυπτιολογία στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου (από το 2003)
- Αρχαία Αίγυπτος και ο Κόσμος της Ελληνικής Αρχαιότητας: σύγχρονο πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου
- Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Αιγύπτου