Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμφαξίτιδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ΑμφαξίτιδαΑμφαξία ή Αμφίτις Παιονία) είναι ιστορική περιοχή της Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει την κοιλάδα του κάτω ρου του ποταμού Αξιού.

Αρχικά κατοικήθηκε από Παίονες. Ήδη από τα προϊστορικά χρόνια η δυτική όχθη του Αξιού καταλήφθηκε από Βοττιαίους κι έτσι ο όρος «Αμφαξίτιδα» περιορίστηκε στην ανατολική όχθη του ποταμού και σε μια στενή λωρίδα γης στη δυτική όχθη. Περιελάμβανε ουσιαστικά την πεδιάδα όπου βρίσκονταν οι δίδυμες λίμνες Αρζάνη (Αρτζάν) και Αματόβου. Δυτικά συνόρευε με την Κρηστωνία, νοτιοανατολικά με τη Μυγδονία, ενώ βορειοδυτικά με τη Δόβηρο.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους καταλήφθηκε από τους Μακεδόνες και για κάποια χρόνια διατήρησε την αυτονομία της. Οι κάτοικοί της εξέδιδαν μάλιστα και νομίσματα με την αναγραφή «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΑΜΦΑΞΙΩΝ». Σημαντικές πόλεις της αρχαίας Αμφαξίτιδας ήταν η Αμυδών, η Καραβία, η Ειδομένη, τα Ταυριανά και άλλες.

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο η βόρεια Αμφαξίτιδα από Γευγελή έως το Βαλάντοβο ονομάζονταν Βοημία, ενώ η νότια Αμφαξίτιδα (εντός Ελλάδας σήμερα) ονομάζονταν Βοημίτσα (Μικρή Βοημία). Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται[1][2] όπως περίπου είχε διαμορφωθεί κατά τους κλασικούς χρόνους, της περιοχής της σημερινής Δ.Ε. Πολυκάστρου (πρώην Δήμου Πολυκάστρου) του Δήμου Παιονίας συν μία στενή λωρίδα γης στη δυτική όχθη του Αξιού. Βόρεια, εκτείνεται έως τον σημερινό Δήμο Βογδάντσας (Βόρεια Μακεδονία), έως τη στενωπό του Αξιού κοντά στο Βαλάντοβο.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αμφαξίτιδα δεν φαίνεται να υπήρξε κατοίκηση κατά τη Νεολιθική περίοδο[3]. Στη Χαλκολιθική Περίοδο έως την εποχή του Χαλκού, γύρω στα 3.500 με 3.000 π.Χ., στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Παίονες. Οι Παίονες ήταν γνωστοί από τα αρχαιολογικά ευρήματα ως «Πολιτισμός του Γλυκού Νερού», καθώς έφτιαχναν οικισμούς δίπλα σε ποταμούς και λίμνες, όπως ο πασσαλόπηκτος οικισμός της Δοϊράνης (Δόβηρες Παίονες). Κατά τον μύθο, τους Παίονες οδήγησε από το βορρά (τη βόρεια κοιλάδα του Αξιού, όπου διέμεναν) στο νότο (νότια κοιλάδα του Αξιού), ο Παίων γιος του βασιλιά της Ήλιδας, Ενδυμίωνα ή ο βασιλιάς Πηλέγων, κατά τον Όμηρο. Πρωτεύουσά τους ήταν η Αμυδών, η σημαντικότερη θέση της Κάτω Μακεδονίας κατά την εποχή του Χαλκού, η οποία βρισκόταν πιθανώς στη θέση του σημερινού χωριού Αξιοχώρι (πρώην Βαρδαρόφτσα) [4]. Επίσης αξιόλογη πόλη ήταν και ο οικισμός στη θέση Τσαουσίτσα (Χαίται), ανάμεσα στο Κάστρο (Αρτζάν ή Γκογκαίικα) και την Ποντοηράκλεια.

Τον 19ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, εισβολή από τα ανατολικά. Πρόκειται για τους Πελασγούς, οι οποίοι, σχεδόν ταυτόχρονα με τα ελληνικά φύλα, κατευθύνονται στη Νότιο Ελλάδα[5]. Εγκαθίστανται όμως, στα ανατολικά της περιοχής του Δήμου Πολυκάστρου, και έκτοτε είναι γνωστοί ως Κρήστωνες. Τον 14ο αιώνα π.Χ. οι Παίονες «με τα αγκυλωτά τόξα (Ιλιάδα, ραψωδία Β, 848-850) που φορούσαν περικεφαλαίες με αλογοουρά» είχαν περιέλθει στην επιρροή των Τρώων και εμφανίζονται να μάχονται στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό τους, υπό τον βασιλέα Πυραίχμη και τον Αστερόπαιο[6].

Τον 13ο αιώνα π.Χ. εγκαθίστανται στην περιοχή (κυρίως στη Δυτική όχθη του Αξιού), Κρήτες με το όνομα Βoττιαίοι[7].

Τον 12ο αιώνα π.Χ. η περιοχή καταλήφθηκε από Φρύγες ή Βρύγες (κατά τη μακεδονική προφορά), που ήρθαν από τα δυτικά[8]. Ο οικισμός στο Λιμνότοπο (Καραβία) παρακμάζει. Η Αμυδών γνώρισε μεγάλη ακμή, εκεί παρατηρούνται πρώτη φορά ίχνη κατεργασίας σιδήρου τον 11ο αιώνα π.Χ. που αποτελεί την πρώτη χρήση σιδήρου στη Νότιο Βαλκανική[εκκρεμεί παραπομπή]. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε και η νεκρόπολη της Βαϊρού, από την εποχή του Σιδήρου (γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ.) στα όρια των οικισμών Λατόμι (ή Καραθοδωραίικα) και Κάστρου (ή Γκογκαίικων).

Επίσης σημαντικό κέντρο της περιοχής είναι και η πόλη Χαίται, στη θέση Τσαουσίτσα. Άλλες πόλεις ήταν οι Ίχνες (σημερινά Κουφάλια), Ευρωπός, Ειδομένη, Γόρτυνα (σημερινή Γοργόπη), Καλλίνδοια, ο οικισμός στον Λιμνότοπο (Καραβία), Οιδομενές (σημερινό Μαυρίντσι, Βόρεια Μακεδονία), Αταλάντη (σημερινή Αξιούπολη), οι Κλίται (σημερινή Ξυλοκερατιά), Βράγυλο (σημερινό Μεταλλικό), Μόρρυλο (σημερινοί Άνω Απόστολοι) και Δόβηρο (σημερινή Δοϊράνη).

Στους Περσικούς Πολέμους η περιοχή καταλαμβάνεται από τους Πέρσες. Με την φυγή των Φρυγών στη Μικρά Ασία, τον 5ο αιώνα (μετά την υποχώρηση των Περσών, με τους οποίους είχαν συμμαχήσει)[9][10], η περιοχή περιέρχεται στους Μακεδόνες υπό τον Αλέξανδρο Α΄ και από τότε η περιοχή, με το όνομα Αμφαξίτιδα, ακολουθεί τη μοίρα του Ελληνισμού.

Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ
Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ

Στον Πελοποννησιακό πόλεμο (κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.) οι Θράκες, υπό τον Σιτάλκη, που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων κινούνται εναντίον των Μακεδόνων και καταλαμβάνουν πρόσκαιρα την περιοχή. Οι Μακεδόνες που είχαν ήδη κυριεύσει την δυτική όχθη του Αξιού από τον 8ο αιώνα, ανακαταλαμβάνουν τελικά την περιοχή τον 4ο αιώνα. Στα χρόνια πριν το Φίλιππο το Β΄, την περιοχή διοικεί ο διεκδικητής του θρόνου των Μακεδόνων και συμβασιλεύς Δημήτριος. Στις εκστρατείες του Φιλίππου του Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η περιοχή ήταν σημείο συγκέντρωσης και στρατοπέδευσης του στρατού πριν την αναχώρηση.

Στην ελληνιστική περίοδο, η περιοχή είναι αυτοδιοίκητη και γνωστή ως Αμφαξίτιδα με πρωτεύουσα την Αμυδώνα. Εκδίδονται νομίσματα από τους Αμφάξιους Παίονες. Ο βασιλιάς των Παιόνων, Δροπίων (περί το 279 π.Χ.), γιος του Δέοντος, έγινε γνωστός από ανάθημα που έστειλε στους Δελφούς, μια χάλκινη κεφαλή παιονικού ταύρου (αναφέρεται από τον Παυσανία). Το 1877 ανακαλύφθηκε στην Ολυμπία βάθρο ανδριάντα με επιγραφή που αναφέρει ότι είχε στηθεί από τους Παίονες, προς τιμήν του βασιλιά Δροπίωνα[11][12]. Αυτό δείχνει ότι οι βασιλιάδες της Παιονίας είχαν ελληνική καταγωγή, αφού μόνο σε Έλληνες επιτρεπόταν η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες. Την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων κατοικείται ο οικισμός στη θέση Τραπέζι του Μικροδάσους, κοντά στην όχθη του Αξιού, όπου βρέθηκε άγαλμα του Απόλλωνα (εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς)[13], και πρόσφατα ανακαλύφθηκε και η νεκρόπολη του οικισμού.

Τον 1ο αιώνα π.Χ. η περιοχή Πολυκάστρου κυριεύεται από Ρωμαίους, οι οποίοι καταστρέφουν ολοσχερώς την Αμυδώνα. Στα χρόνια που ακολούθησαν καταστρέφονται και οι Χαίτες στην τοποθεσία Τσαουσίτσα, πιθανόν από βόρειους επιδρομείς. Αντιθέτως, αναφέρεται η πόλη Ταυριανά, η οποία πιθανολογείται ότι βρισκόταν στο σημερινό Πολύκαστρο[14]. Η περιοχή χάνει τη σημασία της γιατί λόγω των προσχώσεων του Αξιού, η θάλασσα έχει πλέον μεταφερθεί νοτιότερα. Οι επόμενοι 5 αιώνες χαρακτηρίζονται από τη «ρωμαϊκή ειρήνη» (Παξ Ρομάνα), κατά τη διάρκεια της οποίας ολοκληρώνεται ο εξελληνισμός των παιονικών φύλων. Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της περιοχής προσχωρούν στον Χριστιανισμό. Την περίοδο αυτή, η περιοχή υπάγεται στη δεύτερη μερίδα Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το σύνορο μεταξύ δεύτερης και τρίτης μερίδας, είναι ο ποταμός Αξιός (έδρα της τρίτης μερίδας Μακεδονίας είναι η Πέλλα). Σημαντική πόλη είναι επίσης, ο οικισμός στη θέση Τραπέζι του Μικροδάσους. Εγκαθίσταται στην περιοχή μικρός αριθμός Γαλατών, ως γεωργοί [εκκρεμεί παραπομπή].

Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (Αν. Ρωμαϊκό Κράτος)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η περιοχή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Βυζαντίου και του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Ακολουθούν επιδρομές από Γότθους και κάποιοι από τους τελευταίους εγκαθίστανται στην περιοχή, όπου τους παραχωρήθηκαν εκτάσεις προς καλλιέργεια. Οι Γερμανοί που εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Αξιού, γρήγορα εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν από τους ντόπιους Ελληνικούς πληθυσμούς[15].

Μεσοβυζαντινή Περίοδος (Αν. Ρωμαϊκό Κράτος)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τους αιώνες αυτούς, από τον 5ο μέχρι και τον 12ο, ο Ελληνισμός της περιοχής πέφτει σε παρακμή και αφάνεια λόγω των συνεχών ξένων επιδρομών.

Κατά τον 7ο αιώνα λεηλατούν την περιοχή διάφορα μογγολικά και τουρκικά φύλα όπως Άβαροι, Βαρδάροι και πρωτο-Βούλγαροι.

Οι Βαρδάροι, οι οποίοι είναι Ούγγροι και συχνά αναφέρονται ως Τούρκοι από τους Βυζαντινούς, πετυχαίνουν την εγκατάστασή τους στην περιοχή της Αμφαξίτιδος και έκτοτε ο ποταμός Αξιός ονομάζεται Βαρδάρης. Οι Βαρδάροι ή Βαρδαριώτες όπως είναι αλλιώς γνωστοί, είναι ολιγάριθμοι και γρήγορα αφομοιώνονται και εξελληνίζονται από τον ντόπιο πληθυσμό[16].

Κατά τους αιώνες 6ο έως 8ο η περιοχή δέχεται επιδρομές και λεηλασίες από Σλάβους και εκσλαβισμένους πλέον Βούλγαρους. Οι επιδρομές αυτές ήταν καταστροφικές όμως οι επιδρομείς δεν εγκαθίστανται[17], αλλά προσπερνούν την περιοχή, κατευθυνόμενοι νοτιότερα προς Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο.

Το 10ο αιώνα δημιουργείται το Κατεπανίκιον Παραβαρδάρου, με έδρα τη Βάρδαινα και περίπου με τα όρια της σημερινής Δημοτικής Ενότητας Πολυκάστρου. Μεγάλη έκταση του Παραβαρδάρου ή Βαρδαρίου, ανήκει στη Μονή Ζωγράφου του Αγίου Όρους[εκκρεμεί παραπομπή]. Τον 10ο αιώνα επίσης, η περιοχή Πολυκάστρου δέχεται ισχυρές πιέσεις από Βουλγάρους που θέλουν να καταλάβουν μέρη του Βυζαντινού κράτους. To 1003 οι Βούλγαροι απωθούνται[18]. Το 1064, η περιοχή μαστίζεται από επιδρομή Ογούζων Τούρκων[19].

Υστεροβυζαντινή Περίοδος (Αν. Ρωμαϊκό Κράτος)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1085, την περιοχή λεηλατούν οι Νορμανδοί. Με τις σταυροφορίες, η περιοχή εντάσσεται στην Αυτοκρατορία των Λατίνων από το 1204 έως το 1224. Από το 1225 έως το 1248, η περιοχή της Αμφαξίτιδας υπάγεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 η περιοχή υπάγεται στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, έως το 1260, οπότε και απελευθερώνεται η Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους, και πλέον επανορθώνεται το Βυζαντινό κράτος.

Τον 13ο αιώνα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παίρνουν κάποια μέτρα εναντίον των βορείων εισβολέων οργανώνοντας οχυρωματικά έργα στην περιοχή, που πλέον αποτελεί ακριτική οριογραμμή (τα σύνορα είναι λίγο βορειότερα της Γευγελής και Βωγδάντσας) του Βυζαντινού (Ανατολικού Ρωμαϊκού) κράτους. Οργανώνεται το φρούριο της Βαϊρού, ανάμεσα στο Κάστρο (Αρτζάν ή Γκογκαίικα) και το Λατόμι (Καραθοδωραίικα). Η Μονή Ζωγράφου ζητά και πετυχαίνει την ανταλλαγή των κτημάτων στην Παραβάρδαρο με άλλα στην Ιερισσό.

Τον επόμενο αιώνα η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί και ο Ελληνισμός της περιοχής αποτελεί πλέον το μοναδικό στοιχείο της περιοχής[19][20]. Το 1350, στη περιοχή επιτίθενται Σέρβοι, οι οποίοι κατακτούν το βόρειο τμήμα του Δήμου Πολυκάστρου. Το φρούριο της Βαϊρού αντιστέκεται. Έτσι οι Σέρβοι, που έχουν πλέον κατακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας (εκτός της Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πολυκάστρου και Γυναικοκάστρου), σταματούν στη γραμμή «Μικρόδασος - Κάστρο (Βαϊρός) - Γυναικόκαστρο»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το βόρειο τμήμα του Δήμου Πολυκάστρου, εντάσσεται στη Σερβική Αυτοκρατορία για περίπου 45 χρόνια (μέχρι τον ερχομό των Οθωμανών Τούρκων).

Τον 14ο αιώνα, με την πρώτη άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς Τούρκους (1397), η περιοχή Πολυκάστρου περιέρχεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Περιγραφές Οθωμανών της εποχής (όπως ο χρονογράφος Χατζή Καλφά), αναδεικνύουν το ελληνικό στοιχείο ως το μόνο στην περιοχή[21]. Τα κτήματα του κάμπου αρπάζονται από τους Έλληνες και μοιράζονται σε τσιφλίκια που τα εκμεταλλεύονται Τούρκοι Μπέηδες. Ακολουθούν βίαιοι εξισλαμισμοί/εκτουρκισμοί και φυγή πολλών Ελλήνων της περιοχής, προς ορεινά μέρη, που θεωρούνται πιο ασφαλή[22].

Από την εποχή αυτή υπάρχει η πρώτη αναφορά στον οικισμό του Πολυκάστρου, το οποίο ονομαζόταν τότε Καρασούλι. Επίσης υπήρχε ο οικισμός Κόλυμπα (Καλύβια) ή Αλτσάκ Καλύβια νοτιοδυτικά του Καρασουλίου. Αρχιτεκτονικό δείγμα της εποχής είναι τα οθωμανικά Λουτρά του Πολυκάστρου, του 14ου αιώνα[23]. Το Καρασούλι έγινε έδρα Μπέη.

Τον 15ο αιώνα, με διαταγή του σουλτάνου φυτεύονται στην περιοχή μουριές με σκοπό την παραγωγή μεταξιού. Η καλλιέργεια συστηματοποιείται[24]. Αυτή η εξέλιξη, φέρνει κατά τους επόμενους αιώνες (16ο και 17ο) στην περιοχή, πολλούς αγροτοεργάτες κυρίως Βούλγαρους, προκειμένου να εργάζονται στα τουρκικά τσιφλίκια, καθώς οι Έλληνες είναι πλέον λιγοστοί και απρόθυμοι να εργάζονται στα τσιφλίκια των μπέηδων[25]. Πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται πλέον να χρησιμοποιούν την σλαβική γλώσσα για την επικοινωνία στις δημόσιες εκδηλώσεις[26]. Από το 16ο αιώνα συρρέουν στην περιοχή και πολλοί Σαρακατσαναίοι από την Ήπειρο. Τον 17o και 18ο αιώνα φτάνουν στην περιοχή πολλοί Βλάχοι, εκδιωγμένοι από τη Βόρειο Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία από τις λεηλασίες των Τουρκαλβανών. Αυτές οι μετακινήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την τόνωση του ντόπιου ελληνικού στοιχείου.

Εθνικοαπελευθερωτικοί Αγώνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 18ου αιώνα, το Πολύκαστρο (Καρασούλι) αποτελούσε τσιφλίκι του Γιουσούφ Μουχλίς πασά, γιου του Ισμαήλ μπέη από τις Σέρρες. Οι Μακεδόνες συμμετείχαν στην Επανάσταση του 1821 με αποτέλεσμα να δεχτούν τα Οθωμανικά αντίποινα μετά την καταστολή των εξεγέρσεων στη Μακεδονία. Έτσι το Καρασούλι καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Από τότε ο Ελληνισμός της πόλης συρρικνώθηκε ανεπανόρθωτα, καθώς άρχισαν να εγκαθίστανται Βούλγαροι αγροτοεργάτες προκειμένου να καλύψουν το κενό στα τσιφλίκια.[25][27]


Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης με το σώμα του
Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης με το σώμα του

Όσοι κάτοικοι της Αμφαξίτιδας έσπευσαν να πολεμήσουν στα επαναστατικά κινήματα της Χαλκιδικής, της Νάουσας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Βωγδάντσας (σημερινό Μπογκντάντσι στη Βόρεια Μακεδονία), αναγκάστηκαν μετά την καταστολή της επανάστασης στην Μακεδονία, να καταφύγουν στην Πελοπόννησο και να πολεμήσουν εκεί, μέχρι την ίδρυση του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Αυτοί που συμμετείχαν στο επαναστατικό κίνημα της Βωγδάντσας, κινήθηκαν προς βορρά και συναντήθηκαν με τα σώματα των Φαρμάκη και Υψηλάντη στη Ρουμανία, μεταφερόμενοι από εκεί με καράβια στην Πελοπόννησο, ενώ αυτοί που συμμετείχαν στα επαναστατικά κινήματα Νάουσας και Χαλκιδικής διέφυγαν με καράβια στη Σκιάθο και από εκεί στη Στερεά Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους και παρέμειναν στα ελεύθερα εδάφη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση το 1822, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, και το ένα μέλος της ήταν από τη Βωγδάντσα. Μαζί με τους Βωγδαντσιώτες, πολέμησαν και πολλοί κάτοικοι της Αμφαξίτιδας[εκκρεμεί παραπομπή] και διακρίθηκαν στη μάχη των Βασιλικών, στη Φθιώτιδα, το 1821 υπό τους Πανουργιά και Γκούρα και στη μάχη των Δερβενακίων, στην Πελοπόννησο, το 1822 υπό τον Κολοκοτρώνη[εκκρεμεί παραπομπή].

Το 1872 εγκαινιάζεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης - Βιέννης από την εταιρεία Χιρς (Hirch) και ξεκινά τη λειτουργία του ο Σιδηροδρομικός Σταθμός Καρασουλίου. Το Πολύκαστρο και η ευρύτερη περιοχή της Αμφαξίτιδας πλέον αναπτύσσεται ως εμπορικό κέντρο.[27]

Ο ιερέας Γεώργιος Σιωνίδης
Ο ιερέας Γεώργιος Σιωνίδης

Στα 1870, με το βουλγαρικό εκκλησιαστικό σχίσμα, και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας ξεσπά κύμα εθνικιστικής βουλγαρικής προπαγάνδας, με τη βοήθεια Ρώσων πρακτόρων. Πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται κάτω από τις πιέσεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής του Πανσλαβισμού μέσω του βουλγαρικού παράγοντα, να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και στην ουσία να εκβουλγαριστούν[28]. Στην περιοχή δρα και αμερικανικός παράγων μέσω του Αυστριακού Προξενείου της Θεσσαλονίκης, με σαφή στόχο των προσηλυτισμό των κατοίκων στον προτεσταντισμό[29]. Πολλοί κάτοικοι προσηλυτίζονται. Ο κίνδυνος εκβουλγαρισμού αφυπνίζει τον Ελληνισμό της περιοχής Πολυκάστρου και οργανώνεται σε κοινότητες. Παράλληλα οργανώνει τα σχολεία ώστε να εκπαιδεύονται οι νέοι στην ελληνική γλώσσα. Μετά το 1850 αναφέρονται στην Αμφαξίτιδα 5 Ελληνικές κοινότητες σε Ευζώνους, Μεταμόρφωση, Πολύκαστρο, Άσπρο και Αξιοχώρι και 4 σχολεία σε Ευζώνους, Άσπρο, Αξιοχώρι και Πολύκαστρο. Πληροφορίες για τη λειτουργία σχολείου στο Πολύκαστρο έχουμε από το 1880, όπως αποδεικνύεται από αποδείξεις πληρωμών δασκάλων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχε σχολείο και πριν το 1880[30]. Από γραπτές πηγές της περιόδου που αναφέρθηκε πρώτος δάσκαλος φαίνεται να ήταν ο Αβραάμ Αστερίου.[31] Τα επόμενα χρόνια υπηρέτησαν από τη θέση του δασκάλου οι Κωνσταντίνος Χρήστου (1902 - 1903) και Δημήτριος Κασσάς (1906 - 1913). Το σχολείο στα 1906 είχε 15 μαθητές.[32] Στις παραμονές της Ελληνικής οργανωμένης ένοπλης αντιπαράθεσης (Μακεδονικός Αγώνας), σε οθωμανική απογραφή που διενήργησε ο Χιλμή πασάς το 1904, στην περιοχή Πολυκάστρου καταγράφονται περίπου 800 Έλληνες, 1.250 Οθωμανοί και 1.250 Βουλγαρίζοντες με συνολικό πληθυσμό 3.300 κατοίκους[33].

Ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός Χρήστος Δέλλιος
Ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός Χρήστος Δέλλιος

Την εποχή αυτή παρατηρείται και οικονομική άνθηση των Ελλήνων της περιοχής και χτίζονται πολλές εκκλησίες στα χωριά της Αμφαξίτιδας, αλλά και στην πόλη του Πολυκάστρου (Προφήτη Ηλία (1859)- Ταξιαρχών σήμερα[34], Αγίου Αθανασίου το 1885[35]). Το 1898 σημειώνονται επεισόδια από τους εξαρχικούς που καταλαμβάνουν με τη βία το σχολείο και την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Μετά από εκκλήσεις της ελληνικής κοινότητας επιστρέφονται το σχολείο και η εκκλησία και η λειτουργία τελείται πλέον εναλλάξ σε ελληνικά και βουλγαρικά[36]. Σε ηρωική μορφή αναδείχθηκε ο ιερέας Γεώργιος Παπαντωνίου που υπήρξε εφημέριος από 1899 έως το 1923[37].

Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Δοϊτσίνης
Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Δοϊτσίνης

Παράλληλα οι κάτοικοι οργανώνουν ένοπλες επιτροπές άμυνας (ορκίζονται πολλοί στην «Μακεδονική Άμυνα» που λειτουργεί στα πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας) για να αντιμετωπίσουν την βουλγαρική τρομοκρατία και τις τουρκικές αυθαιρεσίες. Πρώτοι οι κάτοικοι των Ευζώνων ξεσηκώνονται με ηγέτες τους Γεώργιο Βεγύρη, Γεώργιο Διδασκάλου και Χρήστο Δοϊτσίνη (δολοφονήθηκε το 1900 από κομιτατζήδες), που δρουν με μικρά σώματα στην περιοχή. Στα γειτονικά χωριά δρουν μικρά σώματα, όπως στη Βογορόιτσα (Βόρεια Μακεδονία), του Χρήστου Δρίγκα και Δημήτριου Ουρούμη και στην Παρδέιτσα (Παρντέιτσι (Βόρεια Μακεδονία)) του Άγγελου Αθανασίου και του Άγγελου Δάκου. Από το 1899, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δολοφονούν προύχοντες των χωριών της περιοχής. Το 1900 δολοφονείται επίσης, ο Δασκαλάκης από τους Ευζώνους, από κομιτατζήδες. Ο Μακεδονικός Αγώνας μέλλει να φτάσει στην κορύφωσή του.

Μακεδονικός Αγώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο οπλαρχηγός Μιχαήλ Σιωνίδης με τον αδελφό του Διονύση

Κατά την κλιμάκωση του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), οι Πατριαρχικοί κάτοικοι της Αμφαξίτιδας μάχονται σκληρά κατά του διπλού εχθρού (Τούρκων και Εξαρχικών). Στους Ευζώνους δρουν οι Αστέριος Δήμου και Λάζαρος Δοϊτσίνης, στην περιοχή Μεταμόρφωσης ο Γεώργιος Κουκογιάννης, στο Πολύκαστρο ο Κωνσταντίνος Αργυρίου και στο Αξιοχώρι ως φοροεπίτροποι οργανώνουν τα σχολεία και την άμυνα οι Τραϊανός Αντωνίου και Δημήτριος Γιοβάνης[38].

Σημαντική είναι η δράση, κατά των κομιτατζήδων, του οπλαρχηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη του Βογδαντσιώτη [39], που από την Βογδάντσα οργανώνει σώμα που δρα σε όλη την περιοχή των λιμνών Αρτζάνης (Κάστρου) - Αμματόβου (Άσπρου). Οι λίμνες αυτές από το 1898 ενοικιάζονταν από τους Βούλγαρους και είχαν καταστεί απόρθητα κρησφύγετα, βάσεις και κέντρα ενεργειών των κομιτατζήδων. Με αυτή τη βάση εξορμούσαν σε όλο το σατζάκι της Θεσσαλονίκης και έφθαναν ως τους Ευζώνους και τη Γευγελή[40]. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από τη Βογδάντσα σκοτώθηκε τελικά σε μάχη με οθωμανικό απόσπασμα στη Στρώμνιτσα το 1910. Επίσης ηρωική μορφή υπήρξε ο μακεδονομάχος Μιχαήλ Σιωνίδης (1870-1935), που από τους Ευζώνους έδρασε με το σώμα του έως τη Γευγελή και την Πολυανή (Παλαιά Δοϊράνη). Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες κατά την απουσία του το φθινόπωρο του 1904, επιτέθηκαν στο χωριό Γκρίτσιστα (Π.Γ.Δ.Μ.), που στα σλαβικά σημαίνει «χωριό Ελλήνων», με σκοπό την εξόντωση των Ελλήνων. Τότε βρήκαν τον θάνατο πολλοί προύχοντες, η δασκάλα Χατζηγεωργίου, ο εξάδελφος του καπετάνιου, δάσκαλος Κωνσταντίνος Σιωνίδης, η κόρη του και ένας άλλος συγγενής του, ο Λεωνίδας Σιωνίδης. Όταν επέστρεψε ο καπετάν Μιχάλης, μόλις συγκρότησε την ομάδα του, μετέβη στο χωριό Μερβίντσα (Π.Γ.Δ.Μ.), όπου κρύβονταν οι δολοφόνοι. Στη μάχη που δόθηκε, τιμώρησε τους κομιτατζήδες για τις δολοφονίες και επέστρεψε, τραυματισμένος στη Γευγελή (Ιανουάριος 1905)[41].

Απελευθέρωση και εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή του Πολυκάστρου απελευθερώθηκε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, μετά τη μάχη των Γιαννιτσών και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μαζί με τη δυτική όχθη του Αξιού (περιοχή Γουμένισσας). Το βόρειο τμήμα της Αμφαξίτιδας πέρασε στη Σερβία μετά την κατάληψη της Γευγελής από τους Σέρβους. Στις 31 Οκτωβρίου του 1912 δόθηκε διαταγή σε απόσπασμα Ευζώνων που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη, να απελευθερώσουν τη Γευγελή. Το μεσημέρι της 1 Νοεμβρίου του 1912, το απόσπασμα Ευζώνων υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο, αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη σιδηροδρομικώς και το βράδυ της ίδιας μέρας αποβιβάστηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό Καρασουλίου. Χρειάστηκε να διανυκτερεύσουν στην κωμόπολη του Καρασουλίου, ώστε να εδραιώσουν την Ελληνική κρατική παρουσία, και την επόμενη το πρωί αναχώρησαν για τη Γευγελή, όπου κατέφθασαν μετά από επτάωρη πεζοπορία (για να διαπιστώσουν ότι ήδη στην πόλη βρίσκονταν σερβικός λόχος)[42]. Στα αμέσως επόμενα χρόνια έρχονται στην περιοχή Πολυκάστρου (νότια Αμφαξίτιδα) πολλοί Έλληνες από την περιοχή Γευγελής και Βογδάντσας (βόρεια Αμφαξίτιδα), καθώς και πολλοί Σαρακατσαναίοι από περιοχές της Βόρειας Μακεδονίας λόγω των διωγμών του Γιουγκοσλαβικού κράτους. Η περιοχή έγινε το κέντρο οχύρωσης των συμμαχικών δυνάμεων κατά το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[43]. Το 1919, με τη συνθήκη του Νεϊγύ, γίνεται ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, κατά την οποία έφυγαν από την περιοχή όλοι οι κάτοικοι με βουλγαρική συνείδηση και εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τη Βόρειο Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία) και συγκεκριμένα από την περιοχή γύρω από το Καβακλί (Βόρεια κοιλάδα του Έβρου).

Το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή και τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, από τους Τούρκους και ακολούθως το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, έφυγαν από την περιοχή οι μουσουλμάνοι κάτοικοι και εγκαταστάθηκαν Έλληνες από την ευρύτερη Μικρά Ασία και ειδικότερα από την Καππαδοκία, τη Βιθυνία και τη Μαγνησία και τον Καύκασο. Έτσι ο πληθυσμός του Δήμου Πολυκάστρου (νότια Αμφαξίτιδα) αποτελούνταν πλέον από τους ντόπιους Μακεδόνες, μεταξύ των οποίων και πολλοί Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι, και από τους πρόσφυγες της Βορείου Αμφαξίτιδας (περιοχή Γευγελής - Βογδάντσας), της Ανατολικής Ρωμυλίας, και της Μικράς Ασίας (του Πόντου, της Παφλαγονίας, της Βιθυνίας (Δέντσες[44] ή Ίντζες[45] Παντέρμου) και Μαγνησίας (Μετεβελί))[46].

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. «Nakas Music Store». Nakas Music Store. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2023. 
  2. Δέσποινα Πολυχρονίδου, Αξιού Πόλις και Αμφαξίτις γη
  3. «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού | Αξιοχώρι». odysseus.culture.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2023. 
  4. N. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος Α΄, μετάφραση: Μ. Χαλκιοπούλου, Γ. Φωτιάδης, Θ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 200
  5. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σσ. 46 - 48
  6. N. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος Α΄, μετάφραση: Μ. Χαλκιοπούλου, Γ. Φωτιάδης, Θ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σσ. 321 - 323
  7. N. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος Α΄, μετάφραση: Μ. Χαλκιοπούλου, Γ. Φωτιάδης, Θ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 173
  8. N. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος Α΄, μετάφραση: Μ. Χαλκιοπούλου, Γ. Φωτιάδης, Θ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σσ. 445, 448
  9. N. G. L. Hammond, G. T. Griffith, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος B΄, μετάφραση: Αλ. Κοσματόπουλος, Μ. Παιδαράκη, Κ. Σαρακώτση, Φ. Σιδηροπούλου, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σσ. 103 – 105
  10. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σσ. 70, 71
  11. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σελ. 140
  12. N. G. L. Hammond, F. W. Walbank, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος Γ΄, μετάφραση: Αλ. Κοσματόπουλος, γενική επιμέλεια, Αθ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 331
  13. «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κιλκίς, Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012. 
  14. N. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμος Α΄, μετάφραση: Μ. Χαλκιοπούλου, Γ. Φωτιάδης, Θ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Μαλλιάρης, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 201
  15. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σσ. 227 - 229
  16. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σελ. 229
  17. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σσ. 229, 272
  18. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σελ. 278
  19. 19,0 19,1 Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σελ. 284
  20. «Historical Map, Centennia Software, Chicago». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012. 
  21. «Α. Vacalopoulos, History of Macedonia 1354-1833 - 1.1». www.promacedonia.org. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2023. 
  22. Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σσ. 354, 355
  23. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σσ. 138-139
  24. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 82
  25. 25,0 25,1 Γεώργιος Χ. Χιονίδης, διάλεξη: Τα ληφθέντα υπό των Τούρκων μέτρα κατά των Ελλήνων επαναστατών του 1821 εις την Μακεδονίαν (ανάτυπον από Μακεδονικά ΙΑ΄ τεύχος. 27), Θεσσαλονίκη 1971
  26. «Αντίβαρο, Το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών σε περιοχές της Μακεδονίας (μια γλωσσολογική προσέγγιση), Δημήτριος Ε. Ευαγγελίδης, Έδεσσα, Αύγουστος 2008». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012. 
  27. 27,0 27,1 Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 25
  28. Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (1830 – 1912), Από τη Γένεση του Νεοελληνικού Κράτους ως την Απελευθέρωση, εκδόσεις Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 56 – 60, 70 – 73
  29. Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (1830 – 1912), Από τη Γένεση του Νεοελληνικού Κράτους ως την Απελευθέρωση, εκδόσεις Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 78 – 82
  30. Χρήστος Π. Ίντος, Τα σχολεία μας από την ίδρυσή τους ως το 2000, Κιλκίς 2004, σ. 178-186.
  31. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σσ. 25-26
  32. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 161
  33. Γεώργιος Καραμαλάκης, Η μεταξύ Πάικου και Κρουσσίων Χώρα, Β΄ έκδοση, εκδόσεις Ηδωνός, Αθήνα, 1997, σσ. 354 - 361
  34. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 126
  35. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 125
  36. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 26
  37. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 135
  38. Αφανείς, Γηγενείς Μακεδονομάχοι, επιστημονική επιμέλεια: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008, σσ. 91, 94, 96
  39. «Γεώργιος Καραϊσκάκης ο Βογδαντσιώτης». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012. 
  40. Χρήστος Π. Ίντος, Κέντρα οργάνωσης, δράσης και αντίστασης των Ελλήνων στο Ν. Κιλκίς κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου "Μακεδονικών Αγών", ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 179
  41. «Καθημερινή εφημερίδα Ημαθίας: Λαός, Βέροια, 14 Οκτωβρίου 2007, Άρθρο: Η Ελληνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1904 - 1908». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2012. 
  42. Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913, Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Εκδόσεις ΔΙΣ, Αθήνα, 1987, επιμέλεια ταξίαρχος Κωνσταντίνος Πολυζώης, σελ. 108
  43. Χρήστος Π. Ίντος, Τα οικεία κοσμείν και σώζειν, Κιλκίς 1999, σ. 62-66.
  44. Γυμνάσιο Πολυκάστρου, Ιστορία
  45. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 69
  46. Δίκαιος Βασιλειάδης, Ιστορία του Πολυκάστρου, σελ. 64

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]