Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμινογλυκοσίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στρεπτομυκίνη
Στρεπτομυκίνη σε αναπαράσταση τριών διαστάσεων.

Οι αμινογλυκοσίδες ή αμινογλυκοζίτες είναι αντιβιοτικά που ανήκουν στην κατηγορία των ολιγοσακχαριδών, με συνδυασμό ομάδων αμινοσακχάρων και κυκλοεξανίων. Αποτελούν μια μεγάλη, ακόμη αυξάνουσα ομάδα από περίπου 200 υδροδιαλυτά αντιβιοτικά. Η αποβολή πραγματοποιείται, με χρόνο ημιζωής περίπου δύο ωρών, κυρίως από τούς νεφρούς.

Η στρεπτομυκίνη ήταν η πρώτη αμινογλυκοσίδη, που ανακαλύφθηκε ήδη από το 1944 από την ομάδα του Selman Waksman. Στην συνέχεια απομονώθηκαν πολλές όμοιες δραστικές ουσίες από ακτινομυκητίνες ιδίως των γενών Stretomyces και Micromonospora.

Συμβατικά οι αμινογλυκοσίδες του γένους Stretomyces ονομάζονται με το επίθημα –μυκίνη (-mycin), ενώ αυτές του γένους Micromonospora ονομάζονται με το επίθημα –μικίνη (-micin).

Αυτή η ονοματολογία δεν είναι όμως χαρακτηριστική για τις αμινογλυκοσίδες. Για παράδειγμα η βανκομυκίνη είναι γλυκοπεπτιδιακό αντιβιοτικό, ενώ η ερυθρομυκίνη, που παράγεται από το είδος Saccharopolyspora erythraea , μαζί με τα συνθετικά της παράγωγα κλαριθρομυκίνη και αζιθρομυκίνη είναι μακρολίδια.

Μηχανισμός δράσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αμινογλυκοσίδες αντιδρούν ισχυρά βακτηριοκτόνα δια της αναστολής της πρωτεϊνοβιοσύνθεσης σε πολλαπλασιαζόμενα ή ανενεργά βακτήρια, καθώς συνδέονται με την 30 S-υπομονάδα του ριβοσώματος[1] και επάγουν λάθη στην ανάγνωση του mRNA κατά την μετάφραση. Συντίθενται λανθασμένες πρωτεΐνες, που πολλαπλώς δεν εξυπηρετούν τον λειτουργικό τους σκοπό. Κατά συνέπεια οι λανθασμένες πρωτεΐνες ενσωματώνονται π.χ. στην κυτταρική μεμβράνη του βακτηρίου, γεγονός που προκαλεί την λύση του.

Σημαντικοί εκπρόσωποι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εφαρμογή και χορήγηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πεδίο δράσης του αντιβιοτικού καλύπτει κυρίως τα Gram-αρνητικά εντεροβακτήρια και τα Pseudomonas aeruginosa καθώς και τους Gram-θετικούς σταφυλοκόκκους. Οι αμινογλυκοσίδες είναι αδρανείς κατά αναερόβιων βακτηρίων, διότι προσλαμβάνονται στο κύτταρο σε μία διαδικασία κατά την οποία καταναλώνεται οξυγόνο. Επίσης δεν δρουν κατά στρεπτοκόκκων και κατά των ειδών των αιμοφίλων.[2]

Χορηγούνται π.χ. σε περιπτώσεις σοβαρών λοιμώξεων όπως μηνιγγίτιδα και ενδοκαρδίτιδα, καθώς και συχνά κατά λοιμώξεων του πνεύμονος (Pseudomonas aeruginosa , βλέπε άνωθεν) στο πλαίσιο μιας υπάρχουσας κυστικής ίνωσης.

Οι αμινογλυκοσίδες δεν προσροφούνται κατά την πέψη και έτσι πρέπει να χορηγούνται σε συστηματικές λοιμώξεις παρεντερικά. Επιτυγχάνουν μια καλή διασπορά στον εξωκυτταρικό χώρο, διαβαίνουν τον πλακούντα, διαπερνούν όμως μόνον ελάχιστα την μεμβράνη των κυττάρων του ξενιστή και έχουν ως εκ τούτου περιορισμένη δράση σε ιστούς, ενώ σε υπάρχουσα μηνιγγίτιδα διαβαίνουν στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε μέτριο βαθμό.

Προβληματική είναι η ταχεία ανάπτυξη αντοχής των μικροβίων που μπορεί να εμφανιστεί υπό θεραπεία με αμινογλυκοσίδες. Ως εκ τούτου χορηγούνται κατά κανόνα σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά (ιδίως αντιβιοτικά β-λακτάμης).

Λόγω του θεραπευτικού εύρους στις αμινογλυκοσίδες, ως συστημικά αντιβιοτικά, η δόση πρέπει να ρυθμίζεται προσεκτικά, οπότε πρόκειται περί τυπικού εντατικοθεραπευτικού αντιβιοτικού. Οι αμινογλυκοσίδες συσσωρεύονται ιδίως στους νεφρούς και στο έσω ους και δρουν εκεί ισχυρά τοξικά (νεφροτοξικότητα, ωτοτοξικότητα).[2] Άλλες παρενέργειες είναι η παράλυση της αναπνοής, αλλεργίες ή ενοχλήσεις στην αιμοποίηση. Με μία καθημερινή δόση, η σχέση μεταξύ ηθελημένης και μη ηθελημένης δράσης του φαρμάκου είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή. Με δόση μια φορά την ημέρα η συγκέντρωση στο πλάσμα είναι βραχυπρόθεσμα πολύ υψηλή, οπότε η δραστική ουσία δύναται να εισχωρήσει ταχέως π.χ. στις ενδόλεμφους του έσω ωτός οπότε και κατ' αρχήν δύναται εκεί να προκαλέσει βλάβες. Επειδή όμως η συγκέντρωση στο πλάσμα πίπτει πάλι ταχέως, η δραστική ουσία έχει έπειτα το χρονικό διάστημα μιας ολόκληρης ημέρας να εξέλθει εκ του ωτός μέσω παθητικής μεταφοράς (διάχυση). Με τον τρόπο αυτό περιορίζονται οι βλαβερές παρενέργειες.

Ορισμένες αμινογλυκοσίδες (νεομυκίνη, κεναμυκίνη) ενδείκνυνται, λόγω της νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητάς των, μόνο για την θεραπεία τοπικών λοιμώξεων ( δέρμα, βλεννογόνοι, οφθαλμός).[2]

  1. Römpp CD 2006, Georg Thieme Verlag 2006
  2. 2,0 2,1 2,2 Mutschler (συγγρ.), Arzneimittelwirkungen (γερμανικά), 9. Auflage, Wissenschaftliche Verlagsgesellschaft Stuttgart, 2008 ISBN 978-3-8047-1952-1